Συνέντευξη: Τζένη Διαγούπη: «Η αναγνωρισιμότητα της τηλεόρασης είναι που ανοίγει τις πόρτες στο θέατρο…»!

Πληροφορίες

Τζένη Διαγούπη

«Η αναγνωρισιμότητα της τηλεόρασης είναι που ανοίγει τις πόρτες στο θέατρο…»

Η Τζένη Διαγούπη δεν είναι συγγραφέας! Έτσι τουλάχιστον θέλει να λέει η ίδια, παρ' όλο που από το 2010 υπογράφει, παρέα με το Νίκο Μουτσινά, τρία άκρως επιτυχημένα θεατρικά κείμενα, το «Ψέκασα την Ελίζα», «Τα Βαφτίσια» και τώρα «Το Κτελ». Τη συναντώ στο καμαρίνι του θεάτρου «Κιβωτός», λίγο πριν τη βραδινή παράσταση. Εκείνη επιμελείται το μακιγιάζ της – πού λεφτά για μακιγιέρ;! – κι εγώ κάθομαι στην αναπαυτική κίτρινη πολυθρόνα που στέκει δίπλα της. Εκτός απ' την πολυθρόνα, όλο το καμαρίνι είναι γεμάτο χρώμα, όπως και η παράσταση. Παρά ταύτα, εκείνη χαρακτηρίζει τον εαυτό της «μονόχρωμο», θεωρεί πως η τηλεόραση τροφοδοτεί το θέατρο με τους ηθοποιούς και το χιούμορ της, παραδέχεται πως ακόμα και ο Μολιέρος στο ελληνικό θέατρο «τηλεορασίζει», κρίνει θεμιτούς τους όρους της θεατρικής επιτυχίας σήμερα – ακόμα κι όταν αυτοί ανατρέπουν το μύθο που συντηρούν πολλοί στο αξιοκρατικό μυαλό τους -, έχει επίγνωση πως ζει στην Ελλάδα, ξέρει ακριβώς πως αυτά που γράφει απευθύνονται σ' ένα «λαϊκό» κοινό και όχι σε μια «ελίτ», που ίσως να είναι και ξεπερασμένη, κρίνει πως το να φοράει το βράδυ μια περούκα και να υποδύεται την εκπρόσωπο του σωματείου διάσωσης του...μονάρχιδου σκίουρου ενώ το πρωί ενδίδει σε μια καθιερωμένη ρουτίνα μόνο σχιζοφρενές θα μπορούσε να θεωρηθεί... Αλήθεια, για τη Τζένη Διαγούπη πολλά πράγματα γίνονται χωρίς «γιατί» αλλά «έτσι». Άλλωστε, όπως έλεγε και ένας πολύ δικός μου άνθρωπος, δεν είναι ανάγκη να υπάρχει για όλα ένα «γιατί». Ανακαλύψτε την...

 

M.C: Πώς προέκυψε η συγγραφή στη ζωή σας; Το ευρύ κοινό σας ήξερε μέχρι πρότινος μόνο ως ηθοποιό…

Τ.Δ.: Η συγγραφική ιδιότητα είναι μεγάλη κουβέντα. Φτιάξαμε με αγάπη ένα έργο για να παίξουμε. Δεν είμαστε συγγραφείς, δε μπορώ να οικειοποιηθώ αυτή την ιδιότητα για τον εαυτό μου. Πρέπει να διανύσω πολύ δρόμο ακόμα. Από την άλλη, δε μπορώ να με φανταστώ να γράφω κάτι μόνη μου, χωρίς το Νίκο. Ξεκινήσαμε να κάνουμε κάτι για να περάσουμε καλά εμείς και ο κόσμος και αυτό έτυχε να βρει μεγάλη αποδοχή. Αυτό είναι όλο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.

M.C: Η συνεργασία με το Νίκο Μουτσινά πώς προέκυψε;

Τ.Δ.: Ήταν κάτι που έγινε εντελώς τυχαία. Με το Νίκο είχαμε κοινούς φίλους και το γνώριζα πριν συνεργαστούμε. Επειδή εκτιμούσα πολύ την καλλιτεχνική του φύση, του πρότεινα να κάνουμε κάτι μαζί, ένα έργο. Και τότε ήταν που μου είπε ότι είχε γράψει ήδη κάτι εκείνος και ότι χρειαζόταν ένα φρεσκάρισμα. Μου άρεσε η ιδέα, καθίσαμε, γράψαμε παρέα πάνω στο σκελετό αυτό και το αποτέλεσμα ήταν το πρώτο μας θεατρικό, το «Ψέκασα την Ελίζα». Έπειτα ήρθαν τα «Βαφτίσια», σα μια συνέχεια φυσική που θέλαμε κι οι δύο και τώρα το «Κτελ», που είναι κάτι πολύ διαφορετικό απ’ όσα έχουμε κάνει μαζί ως τώρα.

M.C: Ποιο είναι συνήθως το τελετουργικό της συγγραφής;

Τ.Δ.: Δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Νίκος γράφει τα πάντα στον υπολογιστή, μιας κι εγώ είμαι ξένη με κάθε προϊόν της τεχνολογίας κι εγώ γράφω πάντα στο χαρτί. Πάντως δεν είναι ποτέ τίποτα σίγουρο, όταν αποφασίζουμε να γράψουμε. Φαντάσου πως πριν το «Κτελ» είχαμε γράψει σχεδόν άλλες πέντε, τελείως διαφορετικές ιστορίες, μερικές απ’ τις οποίες μάλιστα είχαμε ξεκινήσει…

M.C: Πιστεύατε στην τεράστια αποδοχή που έφερε το συγγραφικό σας εγχείρημα;

Τ.Δ.: Όχι, καθόλου. Ειδικά με τα «Βαφτίσια» ζήσαμε κάτι αναπάντεχο. Κοίταξε, πιστεύω πως η επιτυχία αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στη δυναμική του Νίκου, ως προσωπικότητας και ως καλλιτέχνη που ο κόσμος τον αγαπάει για πολλούς λόγους. Ο κόσμος ερχόταν κυρίως για να δει το Νίκο. Ας μην παρεξηγηθώ, αλλά θεωρώ πως ο Νίκος εκπροσωπεί αυτό που θα έλεγε κανείς μέσα σε πολλά εισαγωγικά «λαϊκός ήρωας», με την έννοια ότι όλες οι ηλικίες τον αγαπούν γι’ αυτό που είναι, γι’ αυτό που βγάζει στην επιφάνεια και για το ταλέντο του, φυσικά, όχι μόνο το υποκριτικό και το συγγραφικό αλλά και το σκηνοθετικό. Η σκηνοθετική του άποψη πάνω στις παραστάσεις που έχουμε ανεβάσει ως τώρα είναι τόσο κοφτερή, που εύκολα μπορεί να συναγωνιστεί, ίσως και να ξεπεράσει, σκηνοθέτες που είναι χρόνια στο χώρο.

M.C: Φέτος αναμετριέστε με το «Κτελ». Τι θα λέγατε σε κάποιον που θα ήθελε να μάθει τι διαδραματίζεται σ’ αυτό το έργο;

Τ.Δ.: Είναι μια θεότρελη και πολύ ανατρεπτική κωμωδία. Είναι μια ιδέα αρκετά πρωτότυπη, θα μπορούσα να πω, λαμβάνοντας υπόψη πως δεν έχει υπάρξει ποτέ ξανά κάτι αντίστοιχο στο ελληνικό θέατρο. Έχει στοιχεία θρίλερ, πάντα βέβαια σε κωμικό ρυθμό και γελάς πολύ.

M.C: Διάβαζα ότι οι ρόλοι γράφτηκαν πάνω στους ηθοποιούς. Αυτό πώς προέκυψε και πώς λειτούργησε;

Τ.Δ.: Ναι, ισχύει αυτό που λες. Κοίταξε, ξέραμε ποιοι θα είναι μαζί μας και σκεφτήκαμε, έχοντας φυσικά εκ των προτέρων τον κορμό, να τους μπλέξουμε κάπως ώστε να ταιριάξουν. Αυτό βοηθάει απ’ την άποψη ότι ξέρεις τη δυναμική ενός ηθοποιού στη σκηνή και έτσι μπορείς να γράψεις αναλόγως. Αν και μπορεί να αποβεί μοιραίο σε ορισμένες περιπτώσεις, σε μας λειτούργησε πολύ θετικά.

M.C: Το κοινό πώς αντιμετωπίζει το ελληνικό κείμενο;

Τ.Δ.: Θεωρώ πως ο κόσμος, τα τελευταία χρόνια της κρίσης, επειδή η τηλεόραση πάσχει στον τομέα της μυθοπλασίας, έρχεται περισσότερο στο θέατρο και επιλέγει να δει κάτι αμιγώς ελληνικό. Φυσικά, πηγαίνουν καλά και τα έργα ρεπερτορίου, κατ’ εξοχήν ξένων συγγραφέων. Άλλωστε είναι έργα που πάντα θα πηγαίνουν καλά γιατί είναι κλασσικά και πρέπει να υπάρχουν στο θέατρο.

M.C: Πολλοί τα τελευταία χρόνια κατηγορούν τη σύγχρονη νεοελληνική κωμωδία στο θέατρο ότι διαπνέεται από μία αμιγώς τηλεοπτική ατμόσφαιρα. Σας βρίσκει σύμφωνη αυτή η άποψη, λαμβάνοντας υπόψη ότι έχετε υπηρετήσει θέατρο και τηλεόραση επάξια στην καριέρα σας;

Τ.Δ.: Νομίζω πως εν μέρει με βρίσκει σύμφωνη αυτή η άποψη, δεν είναι όμως κάτι που θεωρώ κακό και κατακριτέο. Αυτό μπορεί να συμβαίνει και συμβαίνει σ’ ένα ποσοστό εξήντα τοις εκατό, γιατί το κοινό στο οποίο απευθύνεσαι, όταν γράφεις μια κωμωδία λαϊκή, είναι ο μέσος θεατής. Κανείς δε γράφει αυτό το είδος στοχεύοντας στα «ψηλά πατώματα», που δεν ξέρω αν υπάρχουν και στην Ελλάδα τέτοια. Από την άλλη, θα δεις ότι στις ελληνικές σκηνές, ακόμα και ο Μολιέρος «τηλεορασίζει». Μπορεί να φαίνεται περίεργο, όμως συμβαίνει. Το θέμα είναι να ξέρεις πού απευθύνεσαι. Απόδειξη αυτού είναι και η απουσία ηθοποιών απ’ το θέατρο που δεν έχουν ή δεν είχαν έστω μια μικρή φυσική παρουσία στην τηλεόραση.

M.C: Δηλαδή, τα θέατρα προτιμούν κυρίως «τηλεοπτικούς» ηθοποιούς για να ανεβάσουν μια παράσταση;

Τ.Δ.: Εν πολλοίς αυτό συμβαίνει. Δες γύρω σου τις παραστάσεις που ανεβαίνουν και είναι εμπορικά πετυχημένες. Κανείς δεν επενδύει σε πρόσωπα που δεν είναι αναγνωρίσιμα, γιατί στις επιδιώξεις είναι η προσέλευση του κόσμου. Καλώς ή κακώς, όταν δεν είσαι αναγνωρίσιμος, οι πόρτες στο θέατρο δεν ανοίγουν εύκολα. Κι αυτή την αναγνωρισιμότητα μόνο η τηλεόραση στην παρέχει σήμερα.

M.C: Και τι γίνεται στην περίπτωση που ένας ηθοποιός δεν τυγχάνει αυτής της τηλεοπτικής αναγνωρισιμότητας; Αποτυγχάνει να έχει παρουσία στο θέατρο;

Τ.Δ.: Ας μη φανώ αφοριστική, αλλά κατά ένα μεγάλο ποσοστό θεωρώ πως ναι. Το θέατρο τροφοδοτείται εν πολλοίς απ’ την τηλεόραση. Δες γύρω σου. Όλες οι παραστάσεις που ανεβαίνουν στην Αθήνα έχουν τουλάχιστον από ένα πρόσωπο γνωστό στον κόσμο. Κι αυτό είναι θεμιτό, είναι μέσα στο παιχνίδι.

M.C: Λειτουργεί θετικά ή αρνητικά η τηλεοπτική άποψη που μπορεί να φέρει ένας θεατής όταν έρχεται να σας δει στο θέατρο;

Τ.Δ.: Αυτό είναι καθαρά στο χέρι του ηθοποιού. Η τηλεόραση όντως έχει τη δύναμη να γαλουχήσει την εικόνα ενός ηθοποιού. Γι’ αυτό και ένας θεατής που θα επιλέξει να δει έναν αναγνωρίσιμο ηθοποιό, που τον έχει ταυτίσει τηλεοπτικά αλλιώς, μπορεί να τον αποδοκιμάσει σε κάτι διαφορετικό που θα κάνει στο θέατρο, αλλά και το αντίθετο. Εκεί έχει να κάνει με το πόσο μπορεί ένας ηθοποιός να αποβάλει την τηλεοπτική του εικόνα και να αποδείξει ότι μπορεί να είναι ευέλικτος ερμηνευτικά.

M.C: Ποια στοιχεία από τα έργα σας που είναι πάντα πολύχρωμα, φανταχτερά και σουρεαλιστικά, σας αντικατοπτρίζουν ως άνθρωπο;

Τ.Δ.: Νομίζω όχι πολλά. Οι παραστάσεις που φτιάχνουμε είναι μεν πολύχρωμες, όμως εγώ μάλλον μονόχρωμη θα με χαρακτήριζα. Από την άλλη, δεν πιστεύω τόσο ότι το γραπτό μας έχει αυτά τα στοιχεία, όσο η σκηνοθετική άποψη του Νίκου.

M.C: Το κοινό ταυτίζεται μ’ ένα γκροτέσκ και σουρεάλ χαρακτήρα;

Τ.Δ.: Φυσικά! Εκατό τοις εκατό! Ο Έλληνας είναι η προσωποποίηση της υπερβολής. Οι άνθρωποι που σκιαγραφούμε και παίζουμε υπάρχουν, τους βλέπεις καθημερινά δίπλα σου. Αν δεν υπήρχαν δε θα γελούσε και ο κόσμος. Είναι γνώριμες φιγούρες και γι’ αυτό προκαλούν και το γέλιο.

M.C: Με ποια πρόθεση γράφετε ένα θεατρικό κείμενο και με ποια πρόθεση το ερμηνεύετε;

Τ.Δ.: Και στις δυο περιπτώσεις η πρόθεση μου είναι η ίδια. Όταν γράψω κάτι και μετά το ερμηνεύω, στόχος μου είναι να αρέσει στον κόσμο και σε μένα την ίδια. Δε θέλω να νιώθει ο κόσμος κι εγώ η ίδια ότι κοροϊδεύω. Θέλω να είμαι ξεκάθαρη στις προθέσεις μου και απ’ τα δύο πόστα.

M.C: Το γέλιο ήταν πάντα σημείο αναφοράς στα γραπτά σας;

Τ.Δ.: Νομίζω πως ναι. Κοίταξε, κάνουμε ένα επάγγελμα που είναι πάρα πολύ δύσκολο για πολλούς λόγους, έως και σχιζοφρενές θα μπορούσα να πω. Δεν είναι λογικό εγώ κάθε βράδυ να ανεβαίνω στη σκηνή με την περούκα και να παριστάνω ότι θέλω να διασώσω τους μονάρχιδους σκίουρους και να επιστρέφω μετά στη ρουτίνα της καθημερινότητάς μου. Είναι αυτή η αντίφαση που διακρίνει τους καλλιτέχνες. Δεν είμαστε στα καλά μας όλοι όσοι ασχολούμαστε με το θέατρο και το λέω με πλήρη ειλικρίνεια και επίγνωση. Το γέλιο ξορκίζει αυτές τις αντιφάσεις, αυτή τη σχιζοφρένεια, με την καλή έννοια. Εγώ θέλω να δίνω χαρά στον κόσμο, να τον κάνω να γελάει. Έτσι είμαι, έτσι το έχω σκεφτεί για μένα.

M.C: Το ερμηνευτικό σας στυλ και η προσωπική σας τεχνική –άποψη πάνω στο θέατρο, σας έχει στερήσει ρόλους που θα θέλατε να παίξετε ή παραστάσεις που θα θέλατε να συμμετάσχετε;

Τ.Δ.: Σίγουρα! Δεν είχα πάντα τις ευκαιρίες να κάνω αυτό που μου αρέσει. Είναι αυτό που σου έλεγα και πριν. Όταν δεν έχεις την αναγνωρισιμότητα, δε σε εμπιστεύεται κάποιος για να κάνεις κάτι διαφορετικό, ειδικά στο θέατρο. Κι αυτό είναι πολύ «ελληνικό»…

M.C: Τι τίτλο θα δίνατε στην κουβέντα που κάναμε;
Τ.Δ.: Δεν ξέρω. Εσύ; Θα πω “Χάρηκα που σε γνώρισα”.

 

 

Απαγορεύεται αυστηρά η χρήση φωτογραφιών, video & κειμένων για αναδημοσίευση χωρίς την άδεια μας ή/και αναφορά του musicity.gr και του συντάκτη / φωτογράφου ως πηγή.


 

Μετά τα Βαφτίσια, έρχεται…. 
Η νέα σπαρταριστή κωμωδία
του Νίκου Μουτσινά και της Τζένης Διαγούπη
«Το Κτέλ»
στο Θέατρο Κιβωτός

Ύστερα από την τεράστια επιτυχία της παράστασης ΤΑ ΒΑΦΤΙΣΙΑ –περισσότεροι από 160.000 συνολικά θεατές-ο Νίκος Μουτσινάς και η Τζένη Διαγούπη επιστρέφουν δυναμικά και ετοιμάζονται να ταξιδέψουν τους θεατές σε ένα δίωρο περιπέτειας, ανατροπών και πολύ γέλιου… με το ΚΤΕΛ, τη νέα σπαρταριστή κωμωδία που αναμένεται να φέρει τα πάνω κάτω στο τοπίο της ελληνικής κωμωδίας. Με σημείο εκκίνησης… το Θέατρο Κιβωτός. Από τον Νοέμβριο 2013!

Συντελεστές Παράστασης:
Πρωταγωνιστούν με σειρά εμφάνισης:

Νίκος Μουτσινάς
Βασιλική Ανδρίτσου
Τζένη Διαγούπη
Ματίνα Νικολάου
Θανάσης Αλευράς
Αθηνά Οικονομάκου
Φωτεινή Ντεμίρη

Κείμενο: Νίκος Μουτσινάς - Τζένη Διαγούπη
Σκηνοθεσία: Νίκος Μουτσινάς
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αγγελική Γεώργα
Σκηνικά: Λία Ασβεστά
Κοστούμια: Γιώργος Σεγρεδάκης
Χορογραφίες: Χριστίνα Φωτεινάκη
Μουσική Επιμέλεια: Νίκος Μουτσινάς
Video Trailer: Grou

Παραγωγή: Live2  περισσότερα...

Σχετικά Άρθρα:

Έξυπνη αναζήτηση:

Που εμφανίζεται ο κάθε ηθοποιός ή τραγουδιστής;


"Δεν βρέθηκαν αποτελέσματα" = Δεν υπάρχουν προγραμματισμένες εμφανίσεις του καλλιτέχνη