Συνεντεύξεις | Μουσική

Συνέντευξη:Βασιλική Καρακώστα «Έχω ανάγκη ως άνθρωπος να δώσω, να δείξω και να πω πράγματα, που έχουν χαθεί ή αλλοιωθεί»!

5

Βασιλική Καρακώστα

Έχω ανάγκη ως άνθρωπος να δώσω, να δείξω και να πω πράγματα, που έχουν χαθεί ή αλλοιωθεί

Σε ένα χώρο που έχει μετατραπεί σε στούντιο, δίπλα από ένα ανοιχτό παράθυρο που «έμπαζε» νερό και πολλές αλήθειες, συναντήσαμε τη Βασιλική Καρακώστα.Πάνω στη μαγική της «Κουρελού» (την οποία θα κυκλοφορήσει και δισκογραφικά) πετάει πάνω απ’ όσα αγαπάει,  θυμάται, εξοργίζεται και με ένα στυλ λαϊκής αυθεντικότητας, πέρα για πέρα απαλλαγμένο από κάθε τι δήθεν «κυριλέ» μιλάει για εκείνα που θα ήθελε να αλλάξει…

   

M.C: Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, γυρνώντας πίσω το χρόνο. Μια φορά κι έναν καιρό, ένα κοριτσάκι 19 χρονών, άφησε την ασφάλεια της οικογένειάς του και από την επαρχιακή πόλη ήρθε στη μεγάλη ζούγκλα για να πραγματοποιήσει το όνειρό του, να γίνει τραγουδίστρια… Ποια είναι η συνέχεια της ιστορίας ;

 

Β.Κ: Ήρθα στην Αθήνα αποφασισμένη να κυνηγήσω το όνειρό μου. Ερχόμενη, λοιπόν, εδώ, στάθηκα πολύ τυχερή γιατί κατάφερα να συνεργαστώ με σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο Νίκος Πορτοκάλογλου. Με το δεύτερο φτιάξαμε μαζί και το πρώτο μου άλμπουμ με τίτλο «Σβούρα και άλλες ιστορίες» στο οποίο συμπεριλαμβάνονται κομμάτια που αγαπάω πάρα πολύ, όπως το «Δώσ’ μου να πιω» και το «Αστροπαλιά». Αφού ήρθα κοντά με ανθρώπους ,τους οποίους πάντα θαύμαζα, πέρασα στη φάση που βρίσκομαι σήμερα, δηλαδή να στέκομαι μόνη μου απέναντι στο κοινό, να λέω τα τραγούδια που επιλέγω εγώ, με τον τρόπο που θέλω, με τα οποία πιστεύω πως μπορώ μέσα σε δύο- τρεις ώρες ενός live να φτιάχνω ένα κλίμα παρέας για να περνάμε όλοι καλά.

 

M.C: Όταν, όμως, είσαι 19 χρονών, έχοντας την τρέλα και την επιθυμία, που όλοι έχουμε σ’ αυτήν την ηλικία, να κάνεις κάτι για να ξεχωρίσεις από τους υπόλοιπους, πόσο καλά στερεωμένη ήταν μέσα σου αυτή η απόφαση;

 

Β.Κ: Γενικότερα σαν άνθρωπος έχω μια υποβόσκουσα τρέλα, αλλά, η απόφασή μου ήταν άκρως συνειδητή . Τραγουδάω από 14 χρονών, πριν καν τελειώσω το σχολείο. Όταν ήμουν στο Βόλο πέρασα από διάφορες μουσικές φάσεις, έχω τραγουδήσει σε κάθε πιθανή «σκηνή» ,από πανηγύρια μέχρι το δημοτικό θέατρο και έχω πειραματιστεί με όλα τα είδη μουσικής, από δημοτικά και λαϊκά μέχρι rockκαι jazz. Παίρνοντας, λοιπόν, την απόφαση να έρθω στην Αθήνα προκειμένου να προχωρήσω ένα βήμα παραπέρα, δεν είχα καμία γνωριμία, τα μόνα μου εφόδια ήταν η φωνή μου, τα τραγούδια μου και τα βιώματά μου. Πίστευα πως κάποια στιγμή θα βρω ανθρώπους στους οποίους μουσικά «θα ταίριαζα» και έτσι σιγά- σιγά βρήκα το δρόμο μου.

 

M.C: Αρά είσαι άνθρωπος του ρίσκου ;

 

Β.Κ: Είμαι σε μεγάλο βαθμό άνθρωπος του ρίσκου. Γενικότερα σαν άνθρωπος βαριέμαι τη συντηρητικούρα και τη νοοτροπία του να μην κάνω κάτι καινούριο ή διαφορετικό γιατί υπάρχει το ενδεχόμενο της αποτυχίας.

 

M.C: Η μετάβαση από το κοινό των 20- 50 ατόμων σε αυτό των 200, με άμεση συνέπεια την αναγνωρισιμότητα, τι αλλαγές έφερε στον «πλανήτη ματαιοδοξία», του οποίου όλοι οι καλλιτέχνες είναι λίγο- πολύ «κάτοικοι» ;

 

Β.Κ: Γενικά, είμαι ψώνιο και φιλόδοξη ,αλλά έχω ένα δικό μου σύμπαν, ένα δικό μου τρόπο να βλέπω τα πράγματα. Είμαι της άποψης πως όσο περισσότεροι γινόμαστε, τόσο καλύτερα θα περάσουμε, γιατί έτσι βρίσκουμε έναν τρόπο να συντονιστούμε. Άλλωστε αυτός είναι και ο ρόλος της μουσικής, να σε συντονίζει με τους γύρω σου. Εννοείται πως όταν βγαίνεις στη σκηνή για να πεις κάτι, θέλεις να το μοιραστείς με πολύ κόσμο, αλλά αυτό είναι κάτι που έχει να κάνει με τη φιλοδοξία και όχι τόσο με τη ματαιοδοξία. Το δικό μου φετίχ σ’ αυτή τη δουλειά είναι να καταφέρνω να ενώνω όσους περισσότερους ανθρώπους μπορώ, ανεξάρτητα από την ηλικία ή άλλους παράγοντες, μέσω ενός βαθύτερου συνδετικού κρίκου, που λέγεται «ελληνική μουσική». Είναι το ελληνικό DNAπου σε δένει, αρκεί να μην εκφράζεται με έναν εντεχνισμό και μια τάση επίδειξης εκ μέρους του καλλιτέχνη.

 

M.C: Επομένως, η δική σου ιστορία είχε μια πολύ όμορφη συνέχεια.Φθάνοντας στην Αθήνα κατάφερες να συνεργαστείς  με ανθρώπους, που κυριολεκτικά έχουν χτίσει το ελληνικό τραγούδι, οι οποίοι σου έδωσαν ώθηση ,όχι μόνο δισκογραφικά, αλλά και στα πρώτα σου βήματα στη σκηνή, παίρνοντάς σε δίπλα τους. Πόσο εύκολη ήταν η απόφαση να συνεχίσεις μόνη σου το δρόμο σου και να αφήσεις την ασφάλεια που σου προσφέρει ένα όνομα ,όπως αυτό του Πορτοκάλογλου, ειδικά σε μια εποχή που επικρατεί η λογική του «εάν δεν είναι ‘μεγάλο’ όνομα, δε λέει»;

 

Β.Κ: Εμένα μ’ αρέσει αυτό. Ίσως είμαι ανάποδο πλάσμα (γέλια). Μέσω της συνεχούς προβολής και κυρίως του τρόπου προβολής, αυτή η δουλειά έχει υπερεκτιμηθεί. Η μουσική είναι κάτι απλό, όπως   θα σε ευχαριστήσει η πατάτα που θα φας, έτσι και η μουσική θα σε ευχαριστήσει σε πνευματικό επίπεδο. Η δυσκολία αυτής της δουλειάς έχει να κάνει με τις ανάγκες του εκάστοτε καλλιτέχνη. Εάν θέλεις ξαφνικά να γίνεις σουπερ σταρ από το τίποτα, τότε σίγουρα θα συναντήσει πολλές δυσκολίες. Εάν ,όμως, θέλεις απλώς να παίξεις τη μουσική σου στον κόσμο, τότε μπορείς να το κάνεις πολύ εύκολα. Καλώς ή κακώς είναι ένα επάγγελμα που «προσελκύει» τα φώτα της δημοσιότητας με αποτέλεσμα πολλοί να γίνονται snob και να αλλάζουν τη συνολική τους ταυτότητα. Εγώ δεν είμαι καθόλου υποστηρικτής αυτής της νοοτροπίας. Όπως θα τραγουδήσω στο Ηρώδειο, έτσι θα τραγουδήσω και στο χωριό μου, η μόνη διαφορά είναι το μέγεθος του χώρου. Δεν πιστεύω στην υπερβολή της προβολής και της ιδέας πως κάνουμε κάτι ιδιαίτερο.

 

M.C:  Έτσι «έπλεξες» την «Κουρελού» σου και την ταξίδεψες σε πολλά μέρη. Πώς προέκυψε αυτή η μουσική παράσταση; Ήταν τέτοια τα ακούσματά σου ή επέλεξες να πειραματιστείς με κάτι διαφορετικό;

 

Β.Κ: Έφτιαξα αυτό το πρόγραμμα που συνδυάζει τραγούδια από το προσωπικό μου βίωμα. Ουσιαστικά, δείχνω πως μεγάλωσα εγώ, πως έμαθα να διασκεδάζω. Και όταν λέω «εγώ» εννοώ την επαρχία. Τα τραγούδια της παράστασης έχουν να κάνουν με έναν αυθορμητισμό που δεν επαφίεται στο αστικό τραγούδι. Ψάχνω για καινούρια τραγούδια, αλλά στην προκειμένη φάση έχω ανάγκη ως άνθρωπος να δώσω, να δείξω και να πω πράγματα ,που έχουν χαθεί ή αλλοιωθεί, χωρίς να περιβάλλω αυτήν μου την ανάγκη με ιδιαίτερη καλλιτεχνία και σκέψη. Στοχεύω στα ένστικτα του ανθρώπου. Όσο μου αρέσει να χορεύω blues, άλλο τόσο μου αρέσει να χορεύω και ρυθμούς που είναι πάρα πολύ παλαιοί. Δεν τους ανακάλυψα εγώ, υπήρχαν αλλά ήταν «καταχωνιασμένοι». Αυτό που με αφορά είναι να δείξω τα πράγματα όπως τα γνώρισα, αυθεντικά, χωρίς επεξεργασία και «κυριλέ» μεταποιήσεις.

 

M.C: Την εποχή της LadyGaga, ο Χιώτης είναι ακόμη διαχρονικός;

 

Β.Κ: Είναι. Βέβαια, εγώ δε χρησιμοποιώ το παρελθόν για να μείνω στο παρελθόν, αλλά με σκοπό να μπορέσουμε να νιώσουμε το παρόν, το οποίο δε θα μπορέσουμε να καταλάβουμε δανειζόμενοι ,απλώς και μόνο, πράγματα απ’ έξω. Η LadyGagaκαι η κάθε LadyGaga, κάνει τη δουλειά της πολύ καλά, όμως αυτή η χώρα δε μπορεί να στηρίζεται απλώς και μόνο στο δανεισμό ξένων στοιχείων για να καταφέρει να συντονιστεί. Πρέπει κάποια στιγμή να βρει τους δικούς της παλμούς, είτε αυτό λέγεται μουσική είτε γενικότερα δημιουργικότητα. Δεν επιλέγω παλιά κομμάτια έχοντας αυτιστική διάθεση, άλλωστε και η ενορχήστρωση που κάνουμε αλλά και ο τρόπος που τα ερμηνεύω συνδυάζουν το παρελθόν με το παρόν. Για μένα η μουσική είναι μια γέφυρα. Πιστεύω πως έχουμε επηρεαστεί σε τεράστιο βαθμό από την ξένη μουσική. Ας πάρουμε κάποια στοιχεία αλλά ας βρούμε και τα δικά μας μονοπάτια, τα οποία  είναι πάρα πολλά. Η Ελλάδα έχει πάρα πολλά χρώματα, πάρα πολλούς ρυθμούς. Εγώ αυτό που κάνω είναι να δίνω το ρυθμό που υπάρχει ήδη μέσα από ένα σύγχρονο τρόπο και βλέπω πως αυτό γίνεται κατανοητό και πως ο κόσμος συντονίζεται σε κάτι το οποίο είναι κοινό βίωμα. Ακόμα και ένας ξένος θα μπορέσει να καταλάβει πως αυτά τα κομμάτια κρύβουν κάτι βαθύ. Σίγουρα θέλω να κάνω και καινούρια πράγματα, αλλά με βάση το χάος που επικρατεί στη χώρα, προτιμώ προς το παρόν να καταλάβω τα ήδη υπάρχοντα και εν συνεχεία να «χτίσω» με βάση αυτά και να δώσω και στον κόσμο την ευκαιρία να τα γνωρίσει και να τα κατανοήσει.

 

M.C: Η ιστορία έχει δείξει πως είσαι άνθρωπος του liveκαι όχι τόσο του στούντιο. Τι είναι αυτό που σε «τραβάει» τόσο προς τη σκηνή;

 

Β.Κ: Η επικοινωνία, η ανάγκη του να πάρεις και να δώσεις. Είναι η αληθινή στιγμή, η στιγμή που κοιτάς μάτια και σώματα, που βλέπεις έμπρακτα την ανταπόκριση του κόσμου σε αυτό που νιώθεις και πιστεύεις. Το στούντιο είναι μια εντελώς διαφορετική φάση. Φτιάχνεις ένα CDκαι μετά μπαίνει σε ένα σπίτι και συνοδεύει τις προσωπικές στιγμές του καθένα, χωρίς, όμως, εσύ να έχεις άμεση επαφή με αυτό. Είναι πιο αποστασιοποιημένη μορφή επικοινωνίας με τον κόσμο αλλά έχει και αυτό την ομορφιά του. Εγώ τώρα το μαθαίνω. Το έμαθα με τον Πορτοκάλογλου και τώρα ξαναμπαίνω σε αυτή τη διαδικασία. 

 

M.C: Άρα, έχεις στα σχέδιά σου μία νέα δισκογραφική δουλειά;

 

Β.Κ: Ναι. Φτιάχνουμε μια νέα δουλειά που κατ’ ουσίαν αποτελεί μια επιλογή κομματιών που λέω στο live, δηλαδή λαϊκοδημοτικά, τα οποία μπορεί να είναι παρεξηγημένα ,αλλά ,όταν παίζονται με έναν τρόπο εντελώς απαλλαγμένο από την ενοχή πως παίζεις κάτι περίεργο, τότε υπάρχει τρομερός ρυθμός. Ο τίτλος του δίσκου θα είναι ίδιος με αυτόν της παράστασης, «Κουρελού».

 

M.C: Καλοκαιρινά σχέδια;

 

Β.Κ: Το καλοκαίρι θα κάνουμε μουσικές βόλτες σε διάφορα μέρη. Την Πέμπτη και Παρασκευή 09+10/06 θα είμαι στην Τήνο. Έχουμε σκοπό να περάσουμε και από άλλα μέρη αλλά ακόμη δεν είναι ανακοινώσιμες οι ημερομηνίες. Επίσης, θα παίξω στην Πρέβεζα στο Φεστιβάλ Arttender και το Σεπτέμβρη θα παίξουμε τους «Αχαρνείς» με το Σαββόπουλο στο Ηρώδειο.

 

M.C: Κλείνοντας την κουβέντα μας, θέλω να μου πεις την άποψη σου σχετικά με δύο διαφορετικά μεταξύ τους αλλά εξίσου σημαντικά ζητήματα. Ζώντας σεμια χώρα που το 1/3 του πληθυσμού επαγγέλλεται «τραγουδιστής», τι πιστεύεις πως πρέπει να έχει ένας καλλιτέχνης για να μη «χαθεί μες στο σωρό»;

 

Β.Κ: Ο καθένας ξυπνάει το πρωί και λέει ένα τραγούδι. Εάν βρεθούν δύο άτομα και του πουν πως έχει ωραία φωνή, είναι πολύ εύκολο να θεωρήσει τον εαυτό του τραγουδιστή. Το να μαζέψεις τον κόσμο και να πεις ένα τραγούδι για να τον κάνεις περάσει καλά είναι πολύ εύκολο. Η πρόσβαση στη μουσική έχει γίνει τόσο απλή ,που το επίπεδο ,πλέον, είναι πολύ χαμηλό. Κάποτε υπήρχαν τραγουδιστές που ήξεραν μουσική, ήξεραν να πατήσουν σε πέντε νότες. Σήμερα λείπει η γνώση και η αυτογνωσία. Αυτό που θα κάνει έναν άνθρωπο να μη χαθεί είναι η επιμονή και η υπομονή. Και αυτός που θα επιμείνει είναι αυτός που πραγματικά έχει κάτι να πει. Αυτός που αρέσκεται με το να βαυκαλίζεται και δεν έχει κάτι να δώσει, τώρα που η εποχή είναι δύσκολη, θα χαθεί. Όπως και αυτοί οι καλλιτέχνες που παράγουν τη λεγόμενη «υψηλή τέχνη» και υποστηρίζουν πως δεν τους ενδιαφέρει ο κόσμος, θα έχουν μια παρόμοια κατάληξη. Εγώ ξέρω πως όταν φτιάχνεις μία παράσταση θέλεις να έχεις κοινό. Αυτό δε σημαίνει πως θα κάνεις ό, τι θέλει ο κόσμος, αλλά πως θα επικοινωνήσεις μαζί του.

 

M.C: Η άλλη ερώτηση που θέλω να σου κάνω σχετίζεται με την κοινωνική κατάσταση που επικρατεί. Αυτές τις μέρες η κατάσταση στη χώρα είναι ιδιαιτέρως επαναστατική. Πολλοί κάνουν λόγο για «δεύτερο πολυτεχνείο», το Σύνταγμα κάθε απόγευμα είναι γεμάτο από κόσμο που διαδηλώνει. Ποια είναι η δική σου θέση στα πράγματα και ποια πιστεύεις πως οφείλει να είναι η θέση των καλλιτεχνών;

 

Β.Κ: Εύχομαι να καταφέρουμε να ξεφύγουμε από αυτή τη μόνιμη μαυρίλα και γκρίνια που μας περιβάλλει και κυρίως από τη νοοτροπία πως πάντα φταίει κάποιος άλλος και όχι εμείς. Ο καθένας φέρει την ευθύνη της δικής του επιλογής. Εάν αυτό που υποστηρίζεις σε κοροϊδεύει, εσύ είσαι εκείνος που οφείλει να αλλάξει επιλογές. Στη φάση που βρισκόμαστε ο καθένας πρέπει να κάνει αυτό που μπορεί. Βέβαια, αυτό που εύχομαι είναι να μη φτάσουμε στο σημείο να έρθουμε μεταξύ μας σε κόντρα. Δυστυχώς ζούμε στην εποχή ενός σύγχρονου πολέμου που γίνεται με τη μόδα, τα φαγητά, το θέατρο και φυσικά τη μουσική, όπου δεν υπάρχει ένας Χίτλερ αλλά ο καθένας από εμάς. Εύχομαι να καταφέρουμε να ενωθούμε και αυτό εξαρτάται αποκλειστικά από τη δική μας διάθεση. Στο Σύνταγμα είδα ανθρώπους με όρεξη και πάθος και αυτό μου άρεσε πάρα πολύ.  Όσον αφορά τη στάση του καλλιτεχνικού κινήματος, πιστεύω πως οι καλλιτέχνες πρωτίστως οφείλουν να πουν τα πράγματα με το όνομά τους και με αντικειμενικότητα. Θεωρώ απαράδεκτο να χρησιμοποιεί κάποιος ιδεολογίες για να «κάνει το μαγαζάκι του». Οι καλλιτέχνες οφείλουν να μπουν μέσα στην ομάδα και μέσα από τη δημιουργικότητά τους αλλά και τη στάση ζωής του να βοηθήσουν το κίνημα που έχει ξεκινήσει ώστε να μην καταντήσει απλώς μια ολιγοήμερη μόδα. Η μουσική μπορεί να επαναφέρει αξίες και ιδέες. Αυτό δε σημαίνει πως θα μείνουμε κολλημένοι στα παλιά, αλλά πως έτσι θα στηριχτούμε σε μια βάση που αποτελεί το βασικό μας όπλο, την ταυτότητά μας. Πρέπει να δούμε τη μοναδικότητά μας και σε αυτό πρέπει να βοηθήσουν και οι καλλιτέχνες. Για να μπορείς να ξεχωρίζεις παγκόσμια και να έχεις ένα διακριτικό στοιχείο πρέπει να στηριχτείς στα δικά σου πόδια και όχι στο συνεχή δανεισμό ξενόφερτων επιρροών. Δεν έχουμε καταφέρει να εκσυγχρονίσουμε τη μουσική μας και είτε φθάνουμε σε μουσειακές καταστάσεις είτε πηγαίνουμε στο άλλο άκρο, να απορροφούμε στοιχεία που δε μας ταιριάζουν. Λίγος εγωισμός δεν είναι κακό να υπάρχει.  Πρέπει να εξασφαλιστεί σταθερότητα και αξιοπρέπεια για να μην καταντήσει και αυτή η προσπάθεια μια παροδική τάση όπως πολλές άλλες που έχουμε δει ανά περιόδους, βλέπε οικολογία, αντι-ρατσισμός και τα σχετικά. Και είμαι ειλικρινά πολύ χαρούμενη γιατί πιστεύω πως έχει αρχίσει να γίνεται συνείδηση όλων. Κάθε φορά που πηγαίνω στο Σύνταγμα βλέπω πως όσοι είναι εκεί κρατούν μια διακριτική στάση χωρίς τάσεις επίδειξης. Η μάζα είχε και πάντα θα έχει τεράστια δύναμη, άλλωστε όλοι οι κομματικοί μηχανισμοί στηρίζουν τη σταθερότητά τους στη διάσπαση της μάζας. Πρέπει να πιστέψουμε σε κάτι ουσιαστικό, χωρίς αυτό να σημαίνει πως γινόμαστε γραφικοί.

 

Μ.C: Έκανες λόγο για δανεισμό εκ των έξω και έλλειψη προσωπικής ταυτότητας. Γιατί πιστεύεις πως συμβαίνει αυτό ;

 

Β.Κ: Γιατί υποτιμούμε πολύ τον εαυτό μας. Θεωρούμε ωραίο ένα liveστο οποίο διασκευάζονται ξένα κομμάτια αλλά ξεπερασμένο ένα liveστο οποίο διασκευάζονται παλιά ελληνικά κομμάτια. Και αυτό δεν το λέω με μελό διάθεση αλλά με στενοχώρια γιατί είναι κρίμα για εμάς τους ίδιους. Απ’ έξω είναι πάρα πολλοί εκείνοι που επηρεάζονται από τους δικούς μας ρυθμούς ενώ εμείς δεν ενδιαφερόμαστε καν. Πρέπει να βρούμε μια χρυσή τομή, έναν τρόπο να συνδυάσουμε τη φασολάδα με την CocaCola. Εγώ λειτουργώ πολύ εγωιστικά σε αυτό το κομμάτι. Δε μ’ αρέσει να φοράω ρόλους άλλων, θέλω να μεταφέρω τα δικά μου βιώματα. Αν κοιτάξουμε γύρω μας θα δούμε πως έχουμε πολύ πλούτο. Τις προάλλες είχα μια συζήτηση με τον Πετρολούκα ο οποίος μου έλεγε πως ,όταν είχε πάει στην Αμερική, τον έδιωξαν γιατί δεν το θεωρούσαν «χρήσιμο» και όταν ο ίδιος αποκρίθηκε πως αυτός κάνει κάτι μοναδικό σε ολόκληρο τον κόσμο, ο Αμερικάνος δεν τον πίστεψε, γιατί θεώρησε πως ,εάν όντως έκανε κάτι μοναδικό, η  Ελλάδα θα το είχε εκμεταλλευτεί. Πρέπει να εκμεταλλευτούμε τη μοναδικότητά μας. Θέλει προσπάθεια αυτό, σκάψιμο από τα θεμέλια αλλά εκεί βρίσκεται η λύση.

 

M.C: Σε ευχαριστούμε για την όμορφη κουβέντα που είχαμε και σου ευχόμαστε καλή συνέχεια και καλό ταξίδι με τη «μαγική» σου Κουρελού.

 

ads in article συνεντεύξεις}

 

 

 

Απαγορεύεται αυστηρά η χρήση φωτογραφιών, video & κειμένων για αναδημοσίευση χωρίς την άδεια μας ή/και αναφορά του musicity.gr και του συντάκτη / φωτογράφου ως πηγή.

Σχετικά Άρθρα

Έντεχνα Τραγούδια

Λαμπρινή Καρακώστα & Σωκράτης Μάλαμας – Ο Ναύτης | Νέο single

Μετά τον πρώτο της καλεσμένο, τον τραγουδοποιό Ορέστη Ντάντο και την ”Ανηφοριά”...

Έντεχνα Τραγούδια

Πάνος Μουζουράκης & Βασιλική Καρακώστα – Όνειρα Όνειρα Ο | Νέο single

Δυο φίλοι απ’ τα παλιά, η Βασιλική Καρακώστα και ο Πάνος Μουζουράκης,...

Έντεχνη Δισκογραφία

Λαμπρινή Καρακώστα – Ακούγομαι; / Νέο album!

 Λαμπρινή Καρακώστα«Ακούγομαι;»   Η Λαμπρινή Καρακώστα, η ερμηνεύτρια που όλοι γνωρίσαμε κυρίως...

Έντεχνα Τραγούδια

Βασιλική Καρακώστα – Το βουνό!

  H απολαυστική ερμηνεία της Βασιλικής Καρακώστα στο Βουνό του Μανώλη Χιώτη....