Συνέντευξη: Ελένη Τσαλιγοπούλου- Μελίνα Κανά «Η τέχνη είναι κάτι που ρέει, που εξελίσσεται, που αλλάζει μορφή»!

Πληροφορίες

Παραστάσεις σε επανάληψη | Θέατρο

Παραστάσεις σε επανάληψη | Θέατρο

Ποιες παραστάσεις συνεχίζονται για περισσότερες από μία χρονιά; ... Περισσότερα...

Δημοφιλείς Νέες Παραστάσεις | Θέατρο σεζόν 2023 - 2024

Δημοφιλείς Νέες Παραστάσεις | Θέατρο σεζόν 2023 - 2024

Οι πιο δημοφιλείς νέες θεατρικές παραστάσεις της σεζόν Περισσότερα...

Ελένη Τσαλιγοπούλου- Μελίνα Κανά

Η τέχνη είναι κάτι που ρέει, που εξελίσσεται, που αλλάζει μορφή

Ελένη Τσαλιγοπούλου- Μελίνα Κανά. Δυο φωνές τόσο διαφορετικές, δυο ψυχές τόσο ίδιες. Μια συνάντηση στα καμαρίνια λίγο πρίν βγουν στη σκηνή. Το «τόσο- όσο» τους είναι που θα σε κερδίσει. Η λαχτάρα τους να σε πάρουν συνοδοιπόρο στα κοινά τους όνειρα. Στην κοινή τους πραγματικότητα. Οι αλήθειες τους, που σχεδόν εκκρίνονται από τα μάτια...

M.C: Έχουν περάσει 15 χρόνια από την προηγούμενη καλλιτεχνική σας σύμπραξη . Τι οδηγεί δύο ερμηνεύτριες, που στο μεταξύ διύνησαν μεγάλη πορεία η κάθε μία ξεχωριστά, στη σκηνική επανασύνδεση μετά από τόσο καιρό;

Ε.Τ: Αρχικά μια κοινή κουλτούρα που μπορεί να έχουμε λόγω Βορείου Ελλάδος. Και σίγουρα το ρεπερτόριο που είναι πάρα πολύ ισχυρό. Μου αρέσει πάρα πολύ το ρεπερτόριο της Μελίνας. Είναι από τις τυχερές τραγουδίστριες διότι έχει πει καταπληκτικά τραγούδια.
Μ.Κ: Σίγουρα είναι αυτό που είπε η Ελένη. Το ρεπερτόριο της καθεμιάς αλλά και το ότι υπάρχει αλληλοεκτίμηση, όσον αφορά στην τραγουδιστική μας αξία. Αρέσουν στη μία οι επιλογές της άλλης. Νομίζω, επίσης, ότι είναι και μια χημεία που έχουμε ως άτομα, η οποία κατά ένα μέρος μπορεί να οφείλεται στην κοινή μας καταγωγή, αλλά ένα άλλο μέρος είναι τελείως «δικό μας».

Ε.Τ: Η αλήθεια είναι ότι έχουμε πολλά κοινά πράγματα. Σε σημείο, δηλαδή, που γελάμε μεταξύ μας.

Μ.Κ: Παράλληλα έχουμε και διαφορές, έτσι ώστε να διατηρεί η κάθε μία το προφίλ της.

M.C: Βλέπουμε τα τελευταία χρόνια μια γενικότερη τάση, οι καλλιτέχνες που έχουν πλεόν μια καταξιωμένη πορεία στο χώρο της μουσικής, να δουλέυουν σε ζευγάρια, πράγμα το οποίο είχε πάψει να συμβαίνει για αρκετό καιρό. Συνηθιζόταν να ηγείται του σχήματος ένα πρώτο όνομα και οι υπόλοιποι τραγουδιστές να είναι ανερχόμενοι. Τι ώθησε τα πράγματα στη σημερινή κατάσταση; Λειτουργεί το σκεπτικό «η ισχύς εν τη ενώσει»;

Ε.Τ: Για πάρα πολλά χρόνια οι τραγουδιστές συνευρίσκονταν. Ωστόσο υπάρχει και η αναζήτηση του καθενός ξεχωριστά. Άλλο πράγμα είναι να μοιράζεσαι τη σκηνή, άρα δίνεις χώρο πάντα για να μπορέσεις να συνεργαστείς, κι άλλο πράγμα είναι η ανάγκη του καθενός να μπορεί να κάνει, από την αρχή μέχρι το τέλος, ένα δικό του project. Εκεί, επί της ουσίας, αναλαμβάνει ο ίδιος τη δική του ζωή. Τα δικά του «θέλω», τη δική του αισθητική. Αυτό χρειάζεται. Μπορώ να σου πω, δηλαδή, ότι όσες φορές το έκανα αυτό, το ευχαριστήθηκα πάρα πολύ. Γιατί μπορούσα να πάρω και όλο το ρίσκο της δικής μου άποψης. Οι συνευρέσεις, όμως, δεν μπορούν να σταματήσουν να υπάρχουν.

Μ.Κ: Νομίζω πως τα είπε όλα η Ελένη. Το να σμίγουν ισάξια καλλιτεχνικά ονόματα ή ένας πιο γνωστός να παίρνει ανερχόμενους ή να βγαίνει μόνος του για να οριοθετήσει το καλλιτεχνικό του πρόσωπο, είναι και τα τρία απόρροια της εκάστοτε ανάγκης.

Ε.Τ:  Όταν παίρνεις δίπλα σου ένα νέο άνθρωπο, σημαίνει ότι πιστεύεις σ’ αυτόν και θέλεις να το δείξεις. Αν κι εγώ δεν πιστεύω τόσο πολύ σ’ αυτό. Θεωρώ ότι οι νέοι άνθρωποι σήμερα έχουν τον τρόπο να βρουν την άκρη τους. Είναι η πρώτη εποχή που βλέπουμε νέους ανθρώπους να τα καταφέρνουν μόνοι τους.

Μ.Κ: Τώρα βέβαια, η εποχή μας καθρεφτίζει και μια άλλη ανάγκη. Κάποιος που θέλει να βγει και έχει υπολογίσει να διαθέσει ένα ποσό στη διασκέδασή του, θα προτιμήσει –νομίζω-να δει δύο ή τρεις αγαπημένους του ανθρώπους με μία έξοδο από το να βγει δύο ή τρεις φορές. Παρ’ όλο που πιστεύω πως σε όλες τις εποχές υπάρχουν άνθρωποι που δυσκολεύονται οικονομικά, όπως επίσης σε όλες τις εποχές συναντάμε και τα τρία αυτά είδη καλλιτεχνικού σχήματος που προανέφερα.

M.C: Ξεκινώντας πριν από περίπου ένα χρόνο τον προγραμματισμό της φετινής συνεργασίας, ποιά ήταν τα κριτήρια και οι προτεραιότητες στις οποίες βασίστηκε ο κορμός της μουσικής σας παράστασης;

Ε.Τ: Το ζητούμενο ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον, κοινής αισθητικής, mainstream πρόγραμμα. Ένα πρόγραμμα το οποίο να αφορά περισσότερους. Και όλο αυτό να γίνει μέσα από το ρεπερτόριό μας. Βεβαίως η ιδέα, η πιο ξεχωριστή, ήταν ότι με έναν ήχο μπορούμε να συνδέσουμε διαφορετικά είδη μουσικής. Την παράδοση, το ρεμπέτικο –κυρίως το ρεμπέτικο-, το λαϊκό τραγούδι της τελευταίας 20ετίας. Να συνδεθούν όλα αυτά που αγαπάμε με έναν ήχο.

Μ.Κ: Και να είναι χορταστικό αυτό για τον κόσμο. Ν’ ακούσουν, δηλαδή, και αγαπημένα τραγούδια και προτάσεις από εμάς και πειραματισμούς. Κάποια πράγματα που ίσως να μην ήταν αναμενόμενο να ακούσουν από εμένα ή από την Ελένη. Φροντίσαμε να έχουμε αρκετό κοινό χρόνο επάνω στο πάλκο και βέβαια, αυτό που είπε και η Ελένη, η μουσική ομάδα να έχει μια συνέπεια ως προς τον ήχο.

M.C: Σε μια εποχή που το πρωτεύον για ένα μαγαζί είναι η εισπρακτική επιτυχία, πόσο σημαντικό είναι ο άνθρωπος με τον οποίο μοιράζεσαι τη σκηνή να είναι συνοδοιπόρος και στον τρόπο προσέγγισης της τέχνης;

Μ.Κ: Εγώ απορώ πώς τα καταφέρνουν ορισμένοι καλλιτέχνες χωρίς αυτήν τη χημεία. Θεωρώ ότι είναι πολύ δύσκολο και ψυχοφθόρο. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα προδωθεί αυτό το κενό, θα φανεί.

Ε.Τ: Απλώς, ξέρεις τι γίνεται, το βλέπουμε πολλές φορές αυτό στα μεγάλα σχήματα, στις μεγάλες πίστες. Ενώνονται απλά κάποιες δυνάμεις που έχουν πολύ κόσμο και βγαίνουν να πουν ουσιαστικά ένα τραγούδι μαζί ή δύο το πολύ και μετά συνεχίζει ο καθένας με τη δική του ορχήστρα. Ή κρατούν ένα βασικό κοινό μουσικό και κατά τα άλλα, παίζει ο καθένας με τη δική του μπάντα που ξέρει τα τραγούδια του, δε χρειάζονται κοινές ώρες πρόβας και υπάρχει ένα αποτέλεσμα σχεδόν αναμενόμενο. Το πιο σημαντικό είναι να υπάρχει σύμπραξη που είναι κοινής αισθητικής. Που αγαπάς αυτό που κάνεις, όχι που βγαίνει ο άλλος και ούτε καν ακούς τι λέει. Εγώ βλέπω τη Μελίνα την ώρα που ανεβαίνει να τραγουδήσει και διασκεδάζω και χορεύω. Χαίρομαι. Οταν συμβαίνει αυτό γλεντάς κιόλας, διασκεδάζεις, χαίρεσαι με τον άλλο.

Μ.Κ: Παίρνει τη φθορά. Παίρνει ένα μεγάλο κομμάτι της κούρασης. Βέβαια, και αλλιώς να το κάνεις, μπορεί στην πορεία να προκύψει μια πολύ καλή σχέση. Αν το κάνεις όμως χωρίς να υπάρχει αυτό το δέσιμο και η απόλαυση που εισπράτεις κάνοντας κάτι που αγαπάς και που το έχεις διαλέξει, γίνεται διεκπεραιωτικό. Όταν το αγαπάνε και οι δύο, όταν μοχθούν και οι δύο για το κοινό αποτέλεσμα, νομίζω ότι φεύγει από τη μέση το «κακό» κομμάτι του επαγγελματισμού και μένει η χαρά του να κάνεις ένα χόμπυ. Σχεδόν σε ξεγελάει ότι δεν είναι η δουλειά σου, είναι το χόμπυ σου.

M.C: Οι κοινές σας εμφανίσεις στο Σταυρό του Νότου Plus έχουν προγραμματιστεί, προς το παρόν, μέχρι το Σάββατο 8 Μαρτίου. Υπάρχουν σχέδια για τη συνέχεια;

Ε.Τ: Φυσικά. Θα συνεχίσουμε το καλοκαίρι με συναυλίες. Όπου υπάρχουν ωραίοι χώροι.

Μ.Κ: Πέραν αυτού, τελειώνοντας από το Σταυρό του Νότου, θα συνεχίσουμε και σε κάποιες πόλεις της περιφέρειας.

Ε.Τ: Ίσως κάνουμε ένα διάλειμμα γύρω στο Μάιο για να ξεκουραστούμε λίγο και να κάνουμε και κάποιες πρόβες.


Μελίνα Κανά

M.C: Έχετε στο δυναμικό σας συνεργασίες με εξέχοντες δημιουργούς τραγουδιών οι οποίο φαίνεται να ανέδειξαν την ερμηνευτική ταυτότητα που διατηρείτε όλα αυτά τα χρόνια. Πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η ταύτιση των «θέλω» του ερμηνευτή και του δημιουργού;

Μ.Κ: Η αλήθεια είναι ότι για κάποια τραγούδια, ισχύει ότι γράφτηκαν εξ’ αρχής με σκοπό να τα ερμηνεύσω εγώ, αλλά για πολλά άλλα δεν ισχύει. Προϋπήρχε το τραγούδι της ιδέας να το πω εγώ. Ωστόσο, όταν αυτή η ταύτιση συμβαίνει, είναι σημαντική διότι δίνει ένα ειδικό βάρος στο τραγούδι. Βοηθάει και να «φωτιστεί» καλύτερα το προϊόν του δημιουργού αλλά κι εγώ, σαν ερμηνεύτρια, να δώσω ένα κομμάτι του εαυτού μου σ’ αυτό που τραγουδάω. Είναι σα να φυσάς ζωή σ΄ένα άψυχο πράγμα. Αλλά και στις φάσεις που δε συμβαίνει αυτό, που απλά υπήρχε ένα τραγούδι και μου το έφεραν, πάλι προσπάθησα- ακόμη κι αν περιέγραφε μια ιστορία που δεν την είχα βιώσει- να δω πώς θα ένιωθα αν ήμουν σ’ αυτην την κατάσταση. Προσπαθώ, δηλαδή, να κατανοήσω πρώτα το τραγούδι και μετά να το τραγουδήσω.

M.C: Τώρα μου δίνεται το πάτημα να ρωτήσω κάτι που πάντα το είχα απορία. Μέσα σε κάθε τραγούδι που ερμηνεύετε έχετε καταφέρει να ανακαλύψετε κομμάτια του εαυτού σας, ή είναι κι αυτή μία από τις δεξιότητες του καλού τραγουδιστή, το να μπορεί να μεταφέρει με την ερμηνεία του αλήθειες που ίσως να μην έχει βιώσει ποτέ ο ίδιος;

Μ.Κ:
Θεωρώ ότι γίνονται και τα δύο. Είναι ανάλογα την ψυχοσύνθεση και το ταλέντο που έχει κάθε τραγουδιστής. Άλλοι έχουν ευκολία να «μπαίνουν» στο ρόλο και άλλοι όχι. Άλλοι είναι περισσότερο βιωματικοί δηλαδή, κι άλλοι έχουν τη δυνατότητα να συμμερίζονται και να οικειοποιούνται μια κατάσταση χωρίς να την έχουν βιώσει.

M.C: Σε προηγούμενη συνέντευξη έχετε πει ότι δεν έτυχε ως τώρα να συνεργαστείτε με ορισμένους από τους σημαντικούς δημιουργούς του χώρου σας διότι δε σας έγινε κάποια πρόταση. Αν ερχόταν ένας άσημος δημιουργός με αξιόλογο υλικό θα μπαίνατε στη διαδικασία να συνεργαστείτε μαζί του, παρά την αβεβαιότητα της -μέχρι τώρα- ανωνυμίας του;

Μ.Κ: Όχι μόνο θα το ρισκάρω. Αυτό είναι ζητούμενο για εμένα. Να με πείσει κάποιος νέος δημιουργός ώστε να μπω σε μια τέτοια διαδικασία. Είναι πραγματικά ζητούμενο. Όμως θα σου θυμίσω πως, όταν ξεκινούσα –άσημη κι εγώ τότε- και ο Σωκράτης (Μάλαμας) και ο Θανάσης (Παπακωνσταντίνου) δεν ήταν γνωστοί.

M.C: Αυτή τη στιγμή, όμως, έχετε στην πλάτη σας συνεργασίες με ανθρώπους οι οποίοι κι αυτοί αντίστοιχα είναι ονόματα.

Μ.Κ: Κι όμως, εκείνα τα χρόνια, κοιτούσαν να σου κάνουν μια δουλειά μ’ έναν επώνυμο συνθέτη, ώστε η επωνυμία αυτού να «παρασύρρει» κι εσένα. Εγώ αυτό δεν το επέλεξα τότε. Και τώρα βέβαια που εισπράττω και την εμπιστοσύνη του κόσμου που με παρακολουθεί στις επιλογές μου, έχω κι αυτό το «χαρτί». Θα ήταν για μένα, λοιπόν, ευχάριστη έκπληξη κάτι τέτοιο.

M.C: Πρόγραμμα που- σχεδόν- ανατρέπει τα δεδομένα, μιας και ακούγονται τραγούδια που δεν έχετε δισκογραφήσει. Το αντιμετωπίζετε ως ρίσκο που, ερχόμενος κάποιος να σας ακούσει, προτείνετε κάτι διαφορετικό από το αναμενόμενο που θα ήταν ένα πρόγραμμα δομημένο με τις επιτυχίες από την προσωπική σας δισκογραφία? Ή κινηθήκατε βάσει της προσωπικής σας ανάγκης τη δεδομένη στιγμή, ούσα σίγουρη πως αυτό αποτελεί αυτομάτως και συνταγή επιτυχίας;

Μ.Κ: Κοίταξε, το ρίσκο είναι πάντα ρίσκο. Αλλά έχω μια πεποίθηση μέσα μου ότι, αν πιστέψω κάτι κι αν μου αρέσει κι αν όντως ξεκινάει από μέσα μου η ανάγκη να το πω, κατά 90% θα βρει αποδοχή.

M.C: Υπάρχει κάποιο υλικό στα σκαριά αυτή την εποχή;

Μ.Κ: Στόχος μας είναι να δισκογραφηθεί η φετινή συνεργασία με την Ελένη.



Ελένη Τσαλιγοπούλου

M.C: Στην εποχή που ο κόσμος γίνεται υπεβολικά επιλεκτικός στη διασκέδασή του, βλέπουμε ένα θερμό κοινό το οποίο σιγοτραγουδάει μαζί σας από τα πιο παλιά μέχρι τα πιο καινούργια σας τραγούδια. Αυτό σημαίνει ότι στην πορεία σας κρατήσατε πιστούς τους ακροατές σας με την κάθε σας επιλογή. Αυτή είναι μια επιβεβαίωση που ο καλλιτέχνης ζητά ανεξαρτήτως χρόνων πορείας;

Ε.Τ: Πάντα αυτή είναι η πληρωμή. Το αντίτιμο ενός καλλιτέχνη που για πάρα πολλά χρόνια ασχολείται μόνο με αυτό. Αυτό που είδα εγώ μέσα στην πορεία μου, από το κορίτσι του εντέχνου του ’90 μέχρι σήμερα, είναι ότι τα δεδομένα έχουν αλλάξει πάρα πολύ. Είδαμε όλες τις αλλαγές. Μια εποχή να φεύγει μπροστά απ’ τα μάτια μας και να έρχεται μια άλλη.

M.C: Υπήρξαν, όμως, και καλλιτέχνες που προτίμησαν να παραμείνουν σταθεροί στη συνταγή με την οποία γνώρισαν την επιτυχία, ενώ από εσας βλέπουμε μια διαρκή αναζήτηση για προσαρμογή στον ήχο του «σήμερα».

Ε.Τ: Υπάρχουν κι άλλες (ερμηνεύτριες)! Η Τάνια ας πούμε (Τσανακλίδου) υπήρξε η πιο σύγχρονη, πρωτοπόρος. Έπαιξε και με πιο mainstream ήχους, όπως και η Δήμητρα (Γαλάνη) με τους Imam Baildi. Πρέπει κάθε φορά να βρεις να πεις αλήθεια. Αυτό είναι το βασικότερο πράγμα που αφορά όσους αγαπούν αυτή τη δουλειά. Όσους αγαπούν το τραγούδι. Και εννοώ το τρίλεπτο τραγούδι. Το τρίλεπτο αίσθημα. Είναι πολύ σημαντικό να είσαι διαχρονικός. Τα τραγούδια σου να τα αγαπάει ο κόσμος ανεξαρτήτως ηλικίας. Ξέρεις, υπάρχει μια ηλικία –εκεί περίπου μέχρι τα 35- που προσπαθείς να δείξεις στον κόσμο ότι έχεις καλή φωνή. Να πείσεις για το ταλέντο σου με τραγούδια, όμως, τα οποία να αγαπηθούν κιόλας. Γιατί αυτή η δουλειά σου βγάζει μεγάλο εγωισμό. Μπορεί να σου προκαλέσει τεράστια ανισορροπία, γιατί σου λένε «μπράβο» συνέχεια, κάθε 3 λεπτά σε χειροκροτούν. Κάτι που δε συμβαίνει με τους ηθοποιούς. Πας στο θέατρο και αφού τελειώσει η παράσταση θα χειροκροτήσουν. Ενώ ένας τραγουδιστής βιώνει ένα συνεχές χειροκρότημα. Θα μου πεις «δεν το ‘χεις συνηθίσει»; Όχι, δε συνηθίζεται. Από κει και πέρα όμως, κάθε καλλιτέχνης οφείλει να έχει στο μυαλό του πώς θα εξελιχθεί. Αλλιώς κάθεσαι,ουσιαστικά σε μια θέση, αμετακίνητος. Μπορεί όντως να την κατέχεις αυτή τη θέση αλλά είσαι αμετακίνητος και αυτό δεν είναι τέχνη. Η τέχνη είναι κάτι που ρέει, που εξελίσσεται, που αλλάζει μορφή.

M.C: Μέσα από τους πειραματισμούς σας με συνεργασίες εκ διαμέτρου αντίθετες μεταξύ τους, από την παραδοσιακή αισθητική του Σταύρου Σιόλα μέχρι την ηλεκτρονική άποψη των Micro, νιώθετε να έχει διαμορφωθεί πιο σύνθετα η μουσική σας ταυτότητα;

Ε.Τ: Νιώθω πως κάθε τι από αυτά που έχω κάνει, έχει συμβάλει στη σύνθεση της μουσικής μου ταυτότητας. Εκτός από τους πρώτους δίσκους, το «Κορίτσι και γυναίκα», τους «Καθρέφτες» και την «Αρζεντίνα», οι οποίοι ανήκαν περισσότερο στο έντεχνο του ’90, την ίδια εκείνη εποχή έκανα και το «Να με προσέχεις» με τον Πορτοκάλογλου και το «Σώπα κι άκουσε», που είναι επίσης με τελείως άλλο είδος ενορχήστρωσης. Ήταν όλα κάπως διαφορετικά. Από το ’96 και μετά, το επόμενο που έρχεται είναι το «Αλλάζει κάθε που βραδιάζει». Εκεί αρχίζω να αφήνω τον κλασικό τρόπο- για εκείνα τα χρόνια. Και από τότε συμβαίνει πάντα κάτι καινούριο. Αυτό γίνεται γιατί εγώ έχω τη μούρλα της μουσικής. Αγαπώ πάρα πολλά είδη. Ακούω πολύ την ξένη μουσική. Με τη λογική της μελέτης. Ψάχνω να βρω τι προσφέρει και τι μπορώ να πάρω εγώ από τη μουσική που μου αρέσει πολύ και να το «μεταφράσω» στην Ελλάδα. Σ΄αυτό με βοήθησε πολύ ο Σπύρος Χατζηκωνσταντίνου. Βρήκα ένα νέο μουσικό της νέας γενιάς, του οποίου η αισθητική, μου χάρισε έναν καινούριο κόσμο. Μέσα από αυτούς τους νέους ορίζοντες αναδύθηκε πλέον και η ανάγκη μου να γράψω μουσική.

M.C: Γιώργος Ανδρέου, Κώστας Λειβαδάς, Γιώργος Νταλάρας, Γιώργος Ζήκας, Νίκος Πορτοκάλογλου κ.ά. Άνθρωποι- σταθμοί στην ελληνική μουσική και έχετε την τύχη να συγκαταλλέγονται στο αρχείο των συνεργατών σας. Πόση ευθύνη φέρει ένα τέτοιο φορτίο;

Ε.Τ: Κατ’ αρχήν θεωρώ τον εαυτό μου πάρα πολύ τυχερό που είχα τον Ανδρέου, τον Πορτοκάλογλου, το Λειβαδά, το Ζούδιαρη πάρα πολύ κοντά μου ώστε να έχουμε μια φιλία. Να μιλάμε γι’ αυτό που λέμε «οι παρέες κάνουν τα τραγούδια». Παλιότερα μου ‘λεγαν «Πού θα πας στην Αθήνα; Το κύκλωμα που είναι έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα» και «Θα σε φάει το κύκλωμα». Δεν ήρθα αντιμέτωπη με κανένα «κύκλωμα». Η ευθύνη έγκειται στο ότι την κουβαλάς μέσα στα τραγούδια. Χαίρομαι πολύ, για παράδειγμα, για κάποια τραγούδια που, ενώ μπορεί να γράφτηκαν το ’90, ακούγονται μέχρι και σήμερα και αντιμετωπίζονται ως σημερινά. Λυπάμαι, βέβαια, και για κάποια άλλα τα οποία δεν είχαν την ίδια μοίρα. Δεν κατάφεραν να επιβιώσουν, να μείνουν στο χρόνο.

M.C: Αυτό θεωρείτε ότι έχει να κάνει και με τη δική σας διαχείριση; Με το κατά πόσο επιλέξατε να τα συμπεριλάβετε ή όχι στα προγράμματά σας;

Ε.Τ: Σίγουρα. Απλώς υπάρχει και η απάντηση και η «δικαιολογία» -σε εισαγωγικά- για αυτό. Υπάρχει ένα καλό κι ένα κακό όταν τραγουδάς πολλά χρόνια και έχεις μεγάλη δισκογραφία. Η προτεραιότητα για το τι θα δώσεις στον κόσμο είναι πάρα πολύ σημαντική. Να ξέρεις, επίσης, και κάτι άλλο: άλλη η τέχνη του να τραγουδάς σ’ ένα studio, άλλη η τέχνη του να επιλέγεις τραγούδια για να δισκογραφήσεις, άλλη η τέχνη του να φτιάχνεις προγράμματα. Κάθε φορά κάτι θα συμπεριλάβεις και κάτι θ’ αφήσεις απ’ έξω. Αναγκαστικά. Όλα εξαρτώνται από τις συνθήκες. Άλλο μια παράσταση πιάνο-φωνή, άλλο ένα πρόγραμμα με την Εστουδιαντίνα, άλλο μια πιο mainstream κατάσταση. Το βασικό είναι να υπάρχει ένας κοινός ήχος που να διατρέχει όλο το πρόγραμμα. Με τον ίδιο ήχο παίζουμε τα «Xρώματα» και με τον ίδιο ήχο παίζουμε και την «Παξιμαδοκλέφτρα». Ένα άλλο άκουσμα το οποίο πηγαίνει πιο πολύ στην αφαίρεση κι όχι στην πρόσθεση. Στην αποδόμηση του υλικού και ιδιαίτερα όταν έχουμε να κάνουμε μ’ ένα παλιότερο τραγούδι, ένα Σμυρναϊκο, ένα δημοτικό. Πρέπει να το αποδομήσεις για να μπορέσεις να βγάλεις την ουσία του και σήμερα να το ακούς σα να είναι σημερινό. Πρέπει να κρατήσεις από αυτό μόνο την αλήθεια του και να τη φέρεις στη σημερινή πραγματικότητα. Κι επίσης, αυτό που θέλω εγώ να κρατήσω, είναι εκείνη η «άλλη γλώσσα» με την οποία μιλούσαν τα τραγούδια παλιότερα. Αυτό είναι κάτι που θα το δείτε στον επόμενο δίσκο μου. Ο Λειβαδάς θα μιλήσει μ’ αυτή τη γλώσσα που συχνά λέω «δε θα υπάρξει ποτέ ξανά». Τα λόγια που δεν είχαν κανένα ταμπού. Όπως ο «Κοκαϊνοπότης», γραμμένος το 1920, πραγματικά χωρίς ταμπού. Και τα έλεγαν γυναίκες.

M.C: Ως τραγουδίστρια, ποιο πιστεύετε ότι είναι αυτό το στοιχείο που σας χαρακτηρίζει ως επί το πλείστον;

Ε.Τ: Η ερμηνεία, κυρίως η ερμηνεία. Όχι η φωνή. Εγώ δεν πιστεύω ότι το ταλέντο μου το μεγάλο είναι η φωνή. Θέλω να πω, έχουμε τραγουδίστριες με πολύ καλές φωνές. Πολλές φορές δηλαδή ακούμε μια φωνή και λέμε «κοίτα ένα εργαλείο που έχει». Το λες και το θαυμάζεις. Βέβαια έχουμε ακούσει και «εργαλεία» τα οποία δεν μπορείς να τα ακούσεις παραπάνω από 5 δεύτερα. Όσον αφορά σε εμένα λοιπόν, σαφέστατα η ερμηνεία. Η ερμηνεία και ο τρόπος που το μεταφέρω, η επικοινωνία μέσω της ερμηνείας. Είναι, άλλωστε κι αυτό που πάντα με ενδιέφερε. Να μπορέσω έστω και για μια στιγμή να συντονίσω το αίσθημα του τραγουδιού με τον κόσμο, να το κοινωνήσω. Και μάλιστα το κάθε αίσθημα που έχω. Εκεί είναι που βγαίνει πάλι αυτό το εγωιστικό κομμάτι. Δηλαδή, αν υπάρχει το αίσθημα της απώλειας για κάποιο λόγο, να μπορώ να το μεταφέρω, αν υπάρχει το αίσθημα ενός γεγονότος το οποίο έχει συμβεί πριν απο χρόνια και το έχω ξεπεράσει και το λέω έτοιμη πια, δε με πονάει, είτε κλείνω το μάτι σ’ αυτό το αίσθημα χωρίς να με πειράζει πολύ. Ή ας πούμε, όταν επιλέγω να «αστειευτώ» μ’ ένα κομμάτι. Για παράδειγμα το «Eιν’ εντάξει μαζί μου» (του Κώστα Λειβαδά). Το οποίο βέβαια, όταν δεν το διακωμωδώ, είναι πάρα πολύ ισχυρό. Κουβαλάει αυτό το αίσθημα της αποδοχής. Αποδέχεσαι τον εαυτό σου, αποδέχεσαι τον άλλο, τον έχεις δίπλα σου. Θα δεχτείς τα πάντα. Άντε να το κάνουν οι γυναίκες αυτό. Είναι πολύ βαρύ.

M.C: Τι ρόλο παίζουν τα προσωπικά βιώματα στην «αλήθεια» που αναδύεται μέσα από μία ερμηνεία πάνω στη σκηνή; Ο σκοπός είναι να συλλάβει ο ακροατής την αλήθεια του τραγουδιστή και να συγκινηθεί από αυτήν, ή να ενεργοποιηθούν οι δικές του αλήθειες;

Ε.Τ: Εννοείται το δεύτερο. Διότι εμένα μπορεί να με ενδιαφέρει αυτό και να κρατάω ως φυλαχτό τα δικά μου καλά κομμάτια, επειδή τα ξέρω καλά πια μετά από τόσα χρόνια. Ξέρω ποια είναι τα καλά μου κομμάτια κι αυτά δε θέλω να μου τα πειράξει κανένας. Δε νιώθω ότι τα εκθέτω όταν τραγουδάω. Βάζω τον κόσμο να ονειρεύεται τα δικά του. Δεν τον αφορά τον κόσμο η δική μου ζωή, τον αφορά η δική του ζωή. Τα τραγούδια γι’ αυτό μας κάνουν να ονειρευόμαστε, τα μεταφέρουμε στη δική μας ζωή. Γι’ αυτό άλλωστε είναι τόσο εμπορική αυτή η τέχνη, του τραγουδιού. Γι΄αυτό αφορά όλον τον κόσμο.

M.C: Έχουν περάσει σχεδόν 3 χρόνια από την τελευταία σας δισκογραφική δουλειά στην οποία συστηθήκατε και με μία ακόμη ιδιότητα, αυτή της συνθέτριας. Να αναμένουμε κάτι καινούριο σύντομα;

Ε.Τ: Άλλον ένα δίσκο, με 8-9 τραγούδια, στα οποία γράφω κυρίως εγώ τη μουσική αλλά παρουσιάζεται κι ένας άλλος τρόπος έκφρασης: κάνω μουσικές και με φίλους μου. Το πρώτο δείγμα είναι το τραγούδι που ήδη έιναι γνωστό «Tων φίλων τα σπίτια», στο οποίο τη μουσική έχουμε γράψει μαζί με τον Κώστα Λειβαδά. Ένα άλλο το έχω γράψει μαζί με το Νίκο Ζούδιαρη. Τα λόγια, ούτως ή άλλως, τα γράφουν αυτοί. Εγώ δε γράφω λόγια, αυτό είναι δεδομένο. Ούτε μια λέξη δε θέλω, αρνούμαι. Δίνω όμως την κατεύθυνση. Όσο μπορώ δηλαδή. Ας πούμε για «Tων φίλων τα σπίτια» η κατεύθυνση υπήρχε. Με τον Κώστα Λειβαδά είμαστε κολλητοί 15 χρόνια. Κυρίως γράφουν ο Λειβαδάς και ο Ζούδιαρης. Υπάρχει και ένα τραγούδι της Ελένης Φωτάκη, αλλά ακόμη δεν έχει κλείσει ο κύκλος της τελικής επιλογής των κομματιών. Προέκυψε και το κλείσιμο της Sony, το οποίο όμως μου έδωσε μια ανάσα παραπάνω. Μια ευκαιρία για να ρίξω μια δεύτερη ματιά. Από τη μία δηλαδή έγινε ένα κακό, έκλεισε η εταιρία μου, ένα καλό από την άλλη συνέβη γιατί ξανακοιτάζω αυτό το υλικό, δίνω λίγο χρόνο.

 

 

 

Απαγορεύεται αυστηρά η χρήση φωτογραφιών, video & κειμένων για αναδημοσίευση χωρίς την άδεια μας ή/και αναφορά του musicity.gr και του συντάκτη / φωτογράφου ως πηγή.


 

Ελένη Τσαλιγοπούλου & Μελίνα Κανά
μαζί αυτό τον χειμώνα!
Στο Σταυρό του Νότου Plus

Από Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014
και κάθε Σάββατο
Δύο από τις πιο σημαντικές τραγουδίστριες της γενιάς τους, η Ελένη και η Μελίνα, βρίσκονται μετά από χρόνια πάλι μαζί και ετοιμάζουν μια παράσταση με τα πιο αγαπημένα τους τραγούδια πειράζοντάς τα ευγενικά με άποψη και αισθητική.

Σπύρος Χατζηκωνσταντίνου – κιθάρες, μαντολίνο
Βαγγέλης Καλαμάρας – τύμπανα
Αριστείδης Χατζησταύρου – κιθάρες
Χάρης Κελλάρης – κοντραμπάσο
Και όμορφη έκπληξη ο αγαπημένος τους Δημήτρης Μυστακίδης - μπουζούκι, τζουράς, λαούτο, κιθάρα περισσότερα...

 

Με την υποστήριξη μας:

Ανακοινώθηκαν πρόσφατα