Είδαμε: "Παίξε Τσιτσάνη μου" στο Καλλιμάρμαρο. "Γλυκοχαράζουν τα βουνά... Τσιτσάνη μου!"

Πληροφορίες

Όλα όσα ζήσαμε σε μια κατανυκτική βραδιά στο Καλλιμάρμαρο με τα ρεμπέτικα και λαϊκά άσματα να αναδύονται ως θύμησες του μυαλού.

Όλοι μαζί... απογειωθήκαμε, ταξιδέψαμε, σε μία νύχτα μαγική κι ονειρεμένη, μια εμπειρία που μόνο οι συνθέσεις του εμβληματικού Βασίλη Τσιτσάνη μπορούν να προσφέρουν. Φεγγάρι μάγια μου' κανες, που θα έλεγε και ο ίδιος...

Το να υπολογίσει κανείς το πλήθος που έσπευσε στα καυτά ιερά μάρμαρα του Καλλιμάρμαρου για το «παίξε Τσιτσάνη μου», ανταποκρινόμενο στο «όλοι μαζί μπορούμε» είναι μία δύσκολη υπόθεση, με το κοινό ενδεχομένως να άγγιξε πάνω από τις 55.000 κόσμου. Ήταν σαν έκανε... μπαμ, σαν να έκανε ντου ο ίδιος ο Τσιτσάνης για να θαυμάσει τα έργα του, τα οποία φρόντισε μαεστρικά να επιμεληθεί στο μουσικό πρόγραμμα ο αειθαλής Γιώργος Νταλάρας και στην σκηνοθεσία ο Σταμάτης Φασουλής.

Με τον Νιόνιο (Διονύση Σαββόπουλο) να προλογίζει την κατανυκτική βραδιά και τον μετρ του είδους Γρηγόρη Βαλτινό να βάζει -ανά διαστήματα- τους παρευρισκόμενους στο απόλυτο πνεύμα της εκδήλωσης, συνδέοντας γεγονότα, στίχους, καταστάσεις με τα χρόνια στα οποία άρχισε να μεγαλουργεί ο Τσιτσάνης, αφήνοντάς μας πίσω μια τεράστια κληρονομιά. Μια γερή παρακαταθήκη.

Οι φωνές του Γιώργου Νταλάρα, της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, του Κώστα Μακεδόνα, της Γλυκερίας, ήχησαν πολύ πέρα από το στάδιο, μέχρι τα βουνά που αντιλαλούσαν τους ρυθμούς, μέχρι τα ουράνια.

Ο Τσιτσάνης θαρρείς πως ήταν κάπου εκεί ανάμεσά μας, περήφανος για το συνολικό αποτέλεσμα των ανατριχιαστικών εκτελέσεων όπως το τραγούδι σαφέστατα σύμβολο, σταθμός στο ελληνικό ρεπερτόριο «μη μου ξαναφύγεις πια μάγκα μου», που τραγουδήθηκε με την ίδια ένταση από μικρούς και μεγάλους.

«Έλα όπως είσαι» μάς προέτρεψε η παραστατική Ελένη Τσαλιγοπούλου, εξέπληξε ακόμη η Βιολέτα Ίκαρη που τραγούδησε με πόνο και καημό «Τσιτσάνη μου». Όλοι θυμήθηκαν «ετούτο το παλιόσπιτο» από τα χείλη του Δημήτρη Μπάση, το «άσπρο πουκάμισο» δια στόματος Γιώργου Νταλάρα και φυσικά όλοι μετέφεραν τον νου τους σε «λιμάνια ξένα».

Το πλοίο θα σαλπάρει βροντοφώναξε μαζί με τον κόσμο η Γιώτα Νέγκα, με το κόκκινο φουστάνι της να ξεχωρίζει σαν το φάρο που δείχνει τον δρόμο. Κάνε λιγάκι υπομονή... όπως αναφέρει ο στίχος (όλο νόημα) που χαρακτήριζε τον Βασίλη Τσιτσάνη και συγκίνησε πρωτίστως τους δικούς του ανθρώπους, που παραβρέθηκαν στο Παναθηναϊκό στάδιο, με τον λόφο του Αρδηττού να φωτίζεται από αναμνήσεις.

Όταν η Μελίνα χόρευε...

Ποιος δεν θα ήθελε ετούτη κιόλας την στιγμή να βρεθεί σε ειδυλλιακές στιγμές με «ακρογιαλιές δειλινά», όπως μας υπενθύμισε η έτσι κι αλλιώς δημοφιλής στην νεότερη γενιά, Ελεονώρα Ζουγανέλη.

Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα μας τραγουδά ο Γιάννης Κότσιρας με τον δικό του μοναδικό τρόπο, κρατώντας ψηλά τον ρυθμό. Τραγούδι που όλοι μας ακούσαμε, τραγουδήσαμε κάποτε, καθώς το μάθαμε από τους μεγαλύτερούς μας, σαφώς πιο μυημένους σε έργα και ημέρες Τσιτσάνη. Ε, λοιπόν αυτή η βραδιά, αυτό κατάφερε. Να συνθέσει ένα παζλ γύρω από τον ιστορικό καλλιτέχνη, στιγμιότυπα του οποίου από παλιότερες εικόνες κεφιού έπαιξαν και σε βίντεο. Όταν η Μελίνα χόρευε στους ρυθμούς του, σε ένα κατάμεστο γήπεδο μπάσκετ στο Σπόρτιγκ, στην καρδιά των Αθηνών, τα Πατήσια. Τα τραγούδια του Τσιτσάνη μιλούν για τον καθένα, μέσα στην ψυχή του. Ήξερε ιδανικά ο ίδιος να μπλέκει τα μουσικά είδη, το τσιφτετέλι, το ζεϊμπέκικο και τόσα άλλα, με δημιουργική χροιά.

Ζαΐρα και... σερσέ λα φαμ

Όταν δε, έπιασε το μπουζούκι κι άρχισε... να του μιλά ο Χρήστος Νικολόπουλος, το στάδιο που έβραζε στην καρδιά του καλοκαιριού, σαν να δέχθηκε μια ισχυρή διαπεραστική νότα δροσιάς από τα ακούσματα.

Η Φωτεινή Βελεσιώτου προσέφερε τις ακόμη πιο ρεμπέτικες πινελιές στον πίνακα της βραδιάς, κερδίζοντας θερμό χειροκρότημα, όπως και ο Κωστής Μαραβέγιας με τα «αλάνια» του. Αλλά και κατόπιν με την αεικίνητη κι εκφραστική Μαρίζα Ρίζου που μαζί τραγούδησαν «σερσέ λα φαμ».

Πάντοτε κάτι το διαφορετικό αισθάνεσαι ακούγοντας τον αλύγιστο γιο της γερακίνας από την κρυστάλλινη φωνή της Γλυκερίας, με την σκλάβα του μαχαραγιά «Ζαΐρα» -τραγουδισμένη από την Ελευθερία Αρβανιτάκη- να επαναφέρει εξωτικούς ρυθμούς στο κέφι. Νύχτες μαγικές ονειρεμένες σαν αυτή που ζήσαμε, θα τις κρατάμε σαν ενθύμιο μέσα μας, σαν ένα κομμάτι της ιστορίας που ενώνει τις γενιές μέσω της μουσικής και αυτό ακριβώς πέτυχε η εκρηκτική -στα ασημένια της- Μαρίνα Σάττι μαζί με τις "Fones".

Ο Τσιτσάνης θα έκανε ακριβώς αυτό και τώρα. Θα ταίριαζε με τον καθένα και με όλα. Όπως θα έβλεπε με καμάρι τον εναλλακτικό Λεωνίδα Μπαλάφα, παρέα με κορίτσια από την παιδική χορωδία του Σπύρου Λάμπρου να ανακαλούν τα καβουράκια σε κάποιου γιαλού τα βοτσαλάκια. Στη συνέχεια ο Λεωνίδας Μπαλάφας, σε έναν διαφορετικό ρόλο, μας θύμισε πως πίνουν οι μάγκες αργιλέ, με την απαιτούμενη βαριά σιγουριά που ενέπνεε ο άντρας της εποχής. Ο άντρας του πολέμου, του νταλκά, της κατοχής, που μιλούσε για τα ξένα χέρια, το ψωμί της ξενιτιάς, που μέσα από τα βάσανα έβρισκε καταφύγιο στην ονειρική σύνθεση.

Βάρκα γιαλό διακτινίστηκε η σκέψη μας από τις φωνές της χορωδίας, πριν βέβαια το φινάλε γράψει ο «ύμνος» της «συννεφιασμένης Κυριακής», όπου άπαντες σαν λυτρωτική συντροφιά κρατούσαν ένα και μόνο μικρόφωνο, εντός κι εκτός σκηνής και τραγουδούσαν για τους τίτλους τέλους μιας εξαιρετικά αφιερωματικής βραδιάς αναμνήσεων, ψυχής και συναισθημάτων.

 
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: