Η δεκαετία του ’80 στιγματίστηκε από την καταστροφή του Τσέρνομπιλ. Μια καταστροφή με τεχνολογικές, οικολογικές και φυσικά ανθρώπινες προεκτάσεις. Τα φάντασμα του Τσέρνομπιλ πλανιόταν για χρόνια πάνω από την Ευρώπη και τα Βαλκάνια και χιλιάδες ζωές επηρεάστηκαν από τις παρενέργειές του.
Προφανώς επηρεασμένος από την πανδημία του Covid-19, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος αποφάσισε να καταπιαστεί με το θέμα της καταστροφής του Τσέρνομπιλ, ανεβάζοντας στη σκηνή του θεάτρου του Νέου Κόσμου το έργο «Τσέρνομπιλ – Ένα χρονικό του μέλλοντος» βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της Σβετλάνας Αλεξίεβιτς.
Η Αλεξίεβιτς κατέγραψε δέκα χρόνια αργότερα, μέσα από ανθρώπινες μαρτυρίες, τις πληγές που άφησε το Τσέρνομπιλ, σε όσους του βίωσαν σε απόσταση αναπνοής. Μέσα από αυτές τις μαρτυρίες δεν ξεδιπλώνεται μόνο ο πόνος που ένιωσαν οι άνθρωποι, αλλά και όλο το κοινωνικοπολιτικό σκηνικό της εποχής στην οποία διαδραματίστηκε μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του 20ου αιώνα.
Ο Στέλιος Μάινας, η Μαρία Κατσιαδάκη, η Πηνελόπη Τσιλίκα, ο Δαυίδ Μαλτέζε και ο Γιάννης Λεάκος γίνονται οι μάρτυρες αυτών των ιστοριών και μεταφέρουν στο κοινό τα όσα τρομακτικά βίωσαν οι άνθρωποι που έζησαν την καταστροφή.
Το «Τσέρνομπιλ» που σκηνοθετεί ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, είναι ένα θέατρο ντοκουμέντο. Μια παράσταση που παραθέτει τα πραγματικά γεγονότα και καλεί τους θεατές να έρθουν αντιμέτωποι με τη φρίκη και τον πόνο. Πράγματι τα καταφέρνει, τόσο μέσω της σκηνικής και σκηνοθετικής λιτότητας που εκτυλίσσεται η παράσταση, όσο και μέσω της αμεσότητας των ηθοποιών.
Αυτό φαίνεται και από τη σιωπή με την οποία οι θεατές αντιμετωπίζουν τις μαρτυρίες. Τα όσα σοκαριστικά και ενδιαφέροντα ακούγονται κατά τη διάρκεια της παράστασης, άλλες φορές εκπλήσσουν και άλλες διαπερνούν τις αισθήσεις, σα να βιώνεις ο ίδιος την καταστροφή.
Αυτή είναι και η μεγάλη δύναμη της παράστασης. Η αμεσότητα και η ειλικρίνειά της. Στο τελικό σύνολο όμως η συνεχόμενη εναλλαγή ιστοριών – και μάλιστα τόσο τραγικών – προκαλεί μια αίσθηση μονοτονίας. Προσωπικά μου έλειψαν περισσότερες πραγματικές εικόνες ή βίντεο από την περιοχή και τα γεγονότα. Οι αφηγήσεις, ναι μεν σε μετέφεραν στο κλίμα του Τσέρνομπιλ, αλλά δεν έδιναν αυτή την πλήρη εικόνα που θα έκανε την ροή πιο ζωντανή και ενδιαφέρουσα.
Επίσης κατά τη διάρκεια της παράστασης ένιωσα την ανάγκη μιας παύσης από τη φρίκη. Σίγουρα είναι δύσκολο να υπάρχει η αίσθηση του χιούμορ ή της ελαφράδας σε κάτι τόσο τραγικά καθοριστικό, όμως η Μαρία Κατσιαδάκη με την ερμηνεία της έδωσε κάποιες ανάσες χιούμορ. Αν αυτές υπήρχαν σε μεγαλύτερο βαθμό, πιθανόν η αλήθεια των αφηγήσεων να διαπερνούσε ακόμα περισσότερο.
Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια παράσταση ολοκληρωμένη και αξιόλογη που ξυπνάει τις μνήμες ενός πυρηνικού πολέμου του προηγούμενου αιώνα και διδάσκει πως η φρίκη και ο περιορισμός κάνουν τους δικούς τους κύκλους και δεν είναι πάντα στο χέρι μας να τους ελέγξουμε.