Ως ένα αυτοσαρκαστικό αυτοαναφορικό βαριετέ περιγράφεται η συμμετοχή του Σίμου Κακάλα στο Φεστιβάλ Αθηνών. Η παράσταση “Greek Freak/All star Game” φιλοδοξεί να περιγράψει με τους κανόνες του βαριετέ όλα εκείνα που απασχολούν τους παροικούντες την ευρύτερη περιοχή του θεάτρου, κλείνοντας το μάτι στην πραγματικότητα, το παρόν και το παρελθόν της Ελλάδας και όλων των ειδών τις παθογένειες που μας ταλαιπωρούν πολιτιστικά.
Ως σύλληψη το “Greek Freak” παρουσίαζε σίγουρα μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά ως εκτέλεση κάπου χάθηκε στον δρόμο. Ο Σίμος Κακάλας ανέλαβε το ρόλο του κονφερασιέ και σχολιαστή της όλης συνθήκης και πράγματι του πήγαινε πολύ. Είναι λαμπερός, ετοιμόλογος και δημιουργεί μια ευφορία άμα τη εμφανίσει του. Όταν ο ίδιος δεν μιλούσε για πράγματα που τον απασχολούν ή δεν τραγουδούσε ωραία, αλλά άσχετα με το θέμα τραγούδια (πράγμα που θα μπορούσε να είχε και ενδιαφέρον), διακοπτόταν από διάφορα μετεπιθεωρησιακά σκετσάκια, τα οποία καυτηρίαζαν από την τηλεόραση και το θέατρο, μέχρι το νεοπλουτισμό και τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο.
Όλα αυτά δεν μπόρεσαν να βρουν τον αποδέκτη τους γιατί το “Greek Freak” στερούνταν ροής και δομής. Προσωπικά δεν με άγγιξε το όλο χιούμορ που δίεπε την παράσταση. Ήταν αρκετά χοντροκομμένο και χαοτικής αισθητικής με έλλειψη μέτρου. Θεωρώ πως για κάποιους λόγους ο Σίμος Κακάλας δεν μπόρεσε να κάνει αυτό που ήθελε. Κάπου έχασε τον στόχο του στην πορεία. Η παράστασή του, διάρκειας 3 ωρών, με τον ίδιο να παίζει μέχρι και στο διάλειμμα, απαγγέλοντας τον «Μεγάλο Ανατολικό» του Ανδρέα Εμπειρίκου, εξαντλήθηκε σε νοηματικές επαναλήψεις, σε διαρκείς σχολιασμούς και παρενθέσεις και το χειρότερο, απέπνεε στον θεατή κούραση και θυμό. Η κούραση και ο θυμός, πιθανότατα σε πολλές περιπτώσεις να είναι δημιουργικές συνθήκες και αν γίνουν σωστά εκμεταλλεύσιμα να ευοδώσουν και καλλιτεχνικά. Στην περίπτωση του “Greek Freak” ο στόχος χάθηκε λίγο μετά την έναρξη της παράστασης.
Ίσως έχει αξία να αναφερθεί το λειτουργικό και όμορφο σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη, τα έξυπνα κοστούμια της Claire Bracewell, οι εντός πλαισίου φωτισμοί του Περικλή Μαθιέλλη και οι πάντα ωραίες μάσκες της Μάρθας Φωκά και του Jonathan Becker.
Ο ίδιος ο Σίμος Κακάλας ήταν ταιριαστός σε αυτό που έκανε υποκριτικά. Το ίδιο και όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί, Δήμητρα Κούζα, Μιχάλης Βαλάσογλου, Κωνσταντίνος Μωραΐτης και Κλέων Γρηγοριάδης.
Ας ελπίσουμε ότι η επόμενη δουλειά του Σίμου Κακάλα θα τον βρει πιο ξεκούραστο καλλιτεχνικά και όχι τόσο επηρεασμένο αρνητικά από το περιβάλλον του και θα βρει τον τρόπο να πει όλα αυτά που τον απασχολούν, με περισσότερο χιούμορ, αίσθηση του αυτοσαρκασμού και με διάθεση απεύθυνσης σε ένα ευρύτερο κοινό. Όπως μας είχε συνηθίσει μέχρι τώρα.