Λίγο πριν το τελευταίο ταξίδι του τέλους της, η μεγάλη πια Νίκη, θυμάται όλη της την περιπετειώδη ζωή. Το πιο ενδιαφέρον και συγκινητικό όμως με το ομώνυμο μυθιστόρημα του Χρήστου Χωμενίδη, είναι ότι η ζωή της Νίκης, συμπίπτει με τη ζωή της Ελλάδας προπολεμικά και μεταπολεμικά. Έτσι, ο Σταμάτης Φασουλής και ο Γιώργος Λύρας, διασκευάσαν για το θέατρο το κοινωνικοπολιτικό best seller του Χρήστου Χωμενίδη και ο Σταμάτης Φασουλής το σκηνοθέτησε στο «Θέατρον» του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού.
Μια παράσταση καλοκουρδισμένη, με εξαιρετική αίσθηση του ρυθμού και των συναισθηματικών εναλλαγών, που άλλοτε κάνει τον θεατή να χαμογελά, άλλοτε να γελά, άλλοτε να συγκινείται και άλλοτε να δακρύζει.
Αυτή η επιτυχία της παράσταση οφείλεται κατ’ αρχήν στο ίδιο το μυθιστόρημα και τη θεματική του, στην απόδοση των Φασουλή – Λύρα, στην σκηνοθεσία του Φασουλή και στο ιδανικό cast, προεξάρχουσας της Φιλαρέτης Κομνηνού. Η ίδια κρατά το ρόλο της αφηγήτριας Νίκης και μπλέκεται στη δράση, πότε με αφηγηματική αποστασιοποίηση και πότε με συναισθηματική φόρτιση, αλλά πάντα με όλες της τις αισθήσεις απόλυτα παρούσες. Η Κομνηνού έχει δημιουργήσει μία ψυχογραφική χορογραφία, που σε συνδυασμό με τα πλούσια εκφραστικά της μέσα και τη πλαστικότητα της κίνησής της, γίνεται ένα με το «κορίτσι», την «κοπέλα» και τη «γυναίκα».
Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου ως γιαγιά Σεβαστή, μέσα από τον μελαγχολικό της σαρκασμό και την σπαρακτική της ειρωνεία, κουβαλάει στη φωνή και την ακινησία της ολόκληρη την Ελλάδα. Με το χιούμορ να βρίσκεται κάτω από κάθε της λέξη και τον πόνο να την καταβάλει κάθε στιγμή, δημιούργησε μια υπέροχη, δυναμική, πανταχού παρούσα γιαγιά που σε όλους μας κάτι θυμίζει.
Το υπόλοιπο ταιριαστό cast ήταν ιδανικό για τον κάθε ρόλο, με την Ευαγγελία Μουμούρη να ξεχωρίζει σε κάθε της στιγμή και κάθε της εμφάνιση και την Ευγενία Δημητροπούλου να είναι μια τρυφερή, τραυματισμένη Νίκη. Αξίζει να σημειωθεί η αμεσότητα και το μπρίο της Δανάης Μπάρκα.
Το οικονομημένο και οικονομικό σκηνικό των Γιώργου Γαβαλά και Γιάννη Μουρίκη έμοιαζε πολύ ταιριαστό στην αισθητική και την άποψη της παράστασης, όπως και τα κοστούμια της Ντένυς Βαχλιώτη. Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου δημιουργούσαν κατάλληλες ατμόσφαιρες και ωραίες εικόνες, ενώ η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου όφειλε να είναι περισσότερο παρούσα.
Η περίπτωση της θεατρικής μεταφοράς της «Νίκης» αποτελεί ιδανική μεταφορά ιστορικού μυθιστορήματος στην θεατρική σκηνή. Δεν κουνάει το δάχτυλο, δεν πουλάει διδακτισμό, δεν είναι μελό και όσο και αν αναφέρεται στο δυσκολότερο και πιο σκοτεινό κομμάτι της σύγχρονης Ελλάδας, βρίσκει χρόνο να κλείσει το μάτι και να μας πει ότι η ζωή είναι υπεράνω πάντων και ότι πάνω από κάθε ιδεολογία, πόλεμο ή δυσκολία, η πιο ακαταμάχητη στιγμή της είναι ο έρωτας.