Συνεντεύξεις | Μουσική

Συνέντευξη: Γιάννης Οικονόμου “Υπάρχει ελπίδα και όταν ξεπερνάω τις δυσκολίες, βλέπω ότι αξίζει να παλεύω με και για την Τέχνη μου”

283

Ο Γιάννης Οικονόμου κοιμόταν μωρό με «Τα ψηλά τα παραθύρια». Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι του στη μουσική, που εμπλουτίστηκε με Red Hot Chili Peppers, Chester Bennington, Iron Maiden και Ζαμπέτα. Ο πλούτος των μουσικών του γνώσεων και επιλογών φαίνεται αν παρακολουθήσει κανείς ένα μόνο live του. Με αφορμή την κυκλοφορία των νέων προσωπικών του τραγουδιών μιλήσαμε μαζί του για τις αναφορές του, τα μουσικά σύνορα, τα ψυχικά αποθέματα ενός καλλιτέχνη, και τις ζωντανές του εμφανίσεις, που είναι σαν roadtrip.

Γιάννη, μιλάμε με αφορμή τα κομμάτια που έχεις επιλέξει να κυκλοφορήσεις τον τελευταίο καιρό, το «Σε παρακαλώ», το «Εσύ» και το «Όλα είναι εδώ» με το σχήμα Απάνεμα. Τα πρώτα προσωπικά τραγούδια που κυκλοφορεί ένας καλλιτέχνης συνήθως δίνουν το στίγμα του. Εσύ τι στίγμα θέλεις να δώσεις μέσα από αυτά τα singles;

Όταν μπήκα στο στούντιο για να ξεκινήσω το καθένα από τα τρία αυτά τραγούδια, στο μυαλό μου δεν είχα ένα συγκεκριμένο μουσικό/καλλιτεχνικό στίγμα. Δεν υπήρχε δηλαδή μια εσωτερική ανάγκη να φανεί ένα δικό μου χαρακτηριστικό. Οδηγός μου ήταν να αναδείξω την ψυχή κάθε κομματιού. Να “φανούν” οι στίχοι του μέσα από την ενορχήστρωση και κατ’ επέκταση η ταυτότητα του τραγουδιού μέσα από την παραγωγή.

Γενικότερα δε μπορώ να βάλω ταμπέλα στις παραγωγές μου και αυτό το “πρόβλημα” υπάρχει και στις ζωντανές εμφανίσεις μου. Δεν υπάρχει συγκεκριμένο ύφος ή προσέγγιση. Όπως κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός και απαιτεί άλλη αντιμετώπιση, έτσι κάθε τραγούδι (στο studio ή σε live) χρήζει ξεχωριστής προσέγγισης. Και τελικά δε σε χαρακτηρίζει τόσο η ταυτότητα του ανθρώπου που συναναστρέφεσαι όσο το πώς του φέρεσαι.

Για να τολμήσω μιαν απάντηση στην ερώτηση σου λοιπόν, ένα δείγμα στίγματος -όπως προκύπτει- είναι ίσως ότι αντιμετωπίζω κάθε τραγούδι όπως του αρμόζει. Το “Όλα είναι εδώ” ζητούσε μια ευαισθησία για την απουσία και ένα κρεσέντο για την εκτόνωση της λύπης.

Το “Εσύ” είναι ένα συναυλιακό κομμάτι που αναζητά να ξεσηκώσει, να παρασύρει και να γίνει σύνθημα. Το “Σε παρακαλώ” είναι ένας μοναχικός σπαραγμός για τον χωρισμό, που τον συνοδεύει η τραχιά αγκαλιά μιας φλαμένκο κιθάρας.

Αν κάνουμε μια εις βάθος ανάγνωση των στίχων σε κάθε περίπτωση, κάθε λέξη, πρόταση και σημείο στίξης, όπως το έχει αποτυπώσει ο στιχουργός, μαρτυρά πώς θέλει να “ντυθεί” μουσικά, ενορχηστρωτικά, ερμηνευτικά. Ίσως εντέλει το στίγμα που με ρωτάς είναι ο σεβασμός σε κάθε έργο.

Το τραγούδι «Εσύ» έχει ένα πολύ ιδιαίτερο και ευαίσθητο video clip, μαζί με μια δική σου τρυφερή σημείωση «σε όσ@ σε στηρίζουν». Πες μου για αυτό το τραγούδι και πώς καταλήξατε στη δημιουργία αυτού του video clip.

Αρχικώς σε ευχαριστώ που έμεινες να δεις τα credits! Σπάνια ο κόσμος έχει την υπομονή να μείνει “μέχρι τέλους” και δεν εννοώ μόνο στα video clips. Στις σχέσεις ή στις συναναστροφές μας για παράδειγμα, σπάνια έχουμε υπομονή να ακούσουμε μέχρι τέλους τί έχει να μας πει ο άλλος και με το που τελειώσει το κυρίως θέμα βιαζόμαστε να πάμε στο επόμενο..

Το “Εσύ” με πλημμύρισε από την αρχή με σκέψεις και συναισθήματα, για αυτό όταν αποφάσισα να το συνοδεύσω με video clip ήξερα οτι δεν θα ήταν κάτι διεκπεραιωτικό. Ήταν ευκαιρία να δημιουργήσω μια ταινία μικρού μήκους, που θα έχει την υπογραφή μου, με εισαγωγή, σενάριο, εναλλαγές, συγχρονισμό εικόνας-ρυθμού και φυσικά αποφώνηση και συντελεστές -όπως ένα live!

Είχα από την αρχή ολοκληρωμένο το concept στο μυαλό μου, τα πρόσωπα, το στήσιμο, τα κάδρα, τη διάρκεια, τη σκηνοθεσία εν γένει.. -έμενε μόνο η εκτέλεση. Προφανώς η κεντρική ιδέα του clip με τις εναλλαγές προσώπων μπροστά από την κάμερα, δεν είναι πρωτότυπη.
Όμως ήθελα να παρελάσουν μπροστά από τον φακό πρόσωπά μου αγαπημένα, παλιά και νέα, που έχουν το δικό τους ρόλο στη ζωή μου, σαν να τους αποδίδω με αυτόν τον τρόπο φόρο τιμής που με στηρίζουν. Ο τίτλος άλλωστε του τραγουδιού δεν σου αφήνει επιλογή πέρα από το να στρέψεις την κάμερα στον διπλανό σου, καλώντας τον.

Μετά το ανοιχτό κάλεσμα στα social, όσ@ ήρθαν εκείνη την ημέρα στο studio για το γύρισμα δεν είχαν την παραμικρή ιδέα τί να περιμένουν! Εκεί η οδηγία ήταν απλή: ακούς για πρώτη φορά το τραγούδι μπροστά στην κάμερα και έχεις το ελεύθερο να κάνεις ό,τι σου βγει! Για την ποικιλία μόνο των εκφράσεων, σε κάποια πρόσωπα που ήθελα να βγάλω “κάτι παραπάνω” σκηνοθετικά χρειάστηκε να τους μιλήσω και να τους “κατευθύνω” σε συγκεκριμένα συναισθήματα.

Παρατηρώ στους ήχους των τραγουδιών σου ένα πάντρεμα ανάμεσα σε παραδόσεις. Νιώθω ότι «μπλέκουν» την Κρητική παράδοση, την Ποντιακή παράδοση, αλλά ακούω και ήχους φλαμένκο. Πώς έχεις διαμορφώσει τον προσωπικό σου ήχο;

Θαρρώ φταίει η αρχή που έχω στη Μουσική, πως δεν υπάρχουν όρια. Δεν υπάρχει “σωστό”, “δεν πρέπει” και “συνήθως”. Είμαστε το σύνολο των εμπειριών μας και σε εμένα, από τα μικράτα μου έχει μπολιαστεί μέσα μου αρκετή μουσική από πολλά διαφορετικά είδη.

Ενδεικτικά, αγαπάω τη γκρούβα των Red Hot Chili Peppers, τις κραυγές του Chester Bennington, τη φαντασία των Maiden, τη στιχουργική ευφυΐα και το λεξιλόγιο του Eminem και του Ευθύμη, τις σαγηνευτικές μουσικές του Χατζιδάκι, τις συνθέσεις του Κουγιουμτζή, την πενιά του Ζαμπέτα, την ποίηση του Λευτέρη Παπαδόπουλου, του Μάνου Ελευθερίου και της Λίνας Νικολακοπούλου, τον επαγγελματισμό και τη σκηνική παρουσία του Νταλάρα, τη μαγκιά του Στράτου, την αξιοθαύμαστη μουσικότητα του Πλέσσα, τον ερωτισμό του Πάριου, το κρύσταλλο της Βάνου, τη ροκιά του Βασίλη, την αμεσότητα του Σωκράτη, την ψυχεδέλεια του Θανάση, τη δωρικότητα του Μητροπάνου, τον λυγμό της Βιτάλη, το νεύρο του Τζουγανάκη, το παράπονο του κλαρίνου, τη τζαλκάντζα ενός βιολιστή, το break ενός άρτιου ντράμερ, το “ταξίδι” της ηλεκτρονικής μουσικής και το musicality που “ακούω” σε ένα swing/lindy hop party χορεύοντας στο ρυθμό της jazz. Αυτά όλα είναι ερεθίσματα που πηγαία προκύπτουν σε κάτι που θα κάνω στο studio ή στο πατάρι.

Η δική σου σχέση με τη μουσική πώς ξεκινάει και πώς διάλεξες το ύφος των τραγουδιών που θέλεις να ερμηνεύεις;

Νομίζω η σχέση μου με τη μουσική ξεκινάει από βρεφική ηλικία. Η μάνα μου με κοίμιζε σιγοτραγουδώντας “Στα ψηλά τα παραθύρια”. Στο σπίτι και στα ταξίδια με το αυτοκίνητο πάντα έπαιζε μουσική και ο πατέρας μου συνόδευε όλα τα τραγούδια με την ψυχή του. Από μικρός, ξεκίνησα κιθάρα στο ωδείο της γειτονιάς για να μάθω να παίζω τραγούδια με την παρέα, στις σχολικές εκδρομές και στις γιορτές. Φοιτητής πλέον δεν άργησα να πιάσω δουλειά σαν κιθαρίστας σε ορχήστρα μαγαζιού. Το πρόγραμμα είχε παλιά λαϊκά τραγούδια, ακούσματα οικεία που είχα από πάντα, οπότε όταν για πρώτη φορά μου έδωσαν απροειδοποίητα το μικρόφωνο να τραγουδήσω, αφού ξεπέρασα το σοκ, συνέχισα στο ίδιο ύφος.

Στα λαϊκά τραγούδια, με κέρδισε η βαρύτητα των στίχων και η μουσική επένδυση, που αναβλύζει ευφυΐα και αναδεικνύει τα λόγια. Με γοήτευσε η αμεσότητα τους, ο στίχος που κάποιες φορές μιλάει για τα πιο απλά, με ποίηση μεστή και η μουσική, που με μια πενιά μπορεί να σου τρυπήσει την καρδιά. Αυτά τα χαρακτηριστικά -τόσο δυναμικά- ήταν τα καταλληλότερα μέσα έκφρασης των δικών μου συναισθημάτων. Και αρκετές φορές στα τραγούδια αυτά, βιώνω όλη την ουσία, τα λόγια και τη μουσική.

Τον τελευταίο χρόνο κυκλοφόρησες τα δικά σου τραγούδια, όμως έχεις δημοσιοποιήσει πολλά τραγούδια ως διασκευές. Μία από αυτές τις διασκευές είναι πάνω στην «Μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων» του Μάνου Χατζιδάκι, όπου έβαλες γαλλικό στίχο. Πόσο δύσκολο ήταν αυτό δημιουργικά και πρακτικά και τι feedback πήρες από την κυκλοφορία;

Η ιστορία ξεκινάει το 2013, στον εορτασμό των 120 χρόνων του σχολείου μου, όπου σαν απόφοιτος συμμετείχα στην καλλιτεχνική επιμέλεια και διεξαγωγή του. Σε μια έμπνευση της στιγμής, ψάχνοντας να τραγουδήσω κάτι ιδιαίτερο και πρωτότυπο, επέλεξα ένα μεγάλο κλασικό έργο, μπλέκοντας το γαλλικό στοιχείο. Εγένετο “Comme un vieux cinema” (μτφρ = “Σαν παλιό σινεμά”, από τον χαρακτηριστικό στίχο που αρχίζει το τραγούδι). Ειδική μνεία αξίζει εδώ στους καθηγητές γαλλικής που μετέφρασαν και προσάρμοσαν τους γαλλικούς στίχους: ο κ. Κωνσταντίνος Βουλγαρίδης και η κα. Ρενάτα Σερφιώτου. Το τραγούδησα τότε σε μια απλή εκδοχή και 10 χρόνια μετά ήταν η ώρα να μπει στο studio για μια προσεγμένη προσέγγιση με σεβασμό στο αρχικό έργο.

Για την παραγωγή και ενορχήστρωσή του φαντάστηκα πώς θα το έπαιζε ένα ακουστικό σχήμα με καχόν, κιθάρα και κλαρίνο, στις όχθες του Σηκουάνα, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα. Οι πινελιές της blues και φλαμένκο κιθάρας, ήρθαν να ολοκληρώσουν το ταξίδι από την Αθήνα στο Παρίσι και από την Ανδαλουσία στη Ν. Ορλεάνη. Στο πρακτικό κομμάτι πέρα από το ρίσκο που παίρνεις όταν “πειράζεις” σε τέτοιο βαθμό ένα κλασικό έργο, απαιτήθηκε και ένα φρεσκάρισμα στα γαλλικά μου, ώστε να ειπωθεί κατανοητά και ορθά ακόμα και στον πιο απαιτητικό γαλλομαθή.

Το feedback ήταν συγκινητικό και το στοίχημα κερδήθηκε, όταν άνθρωποι που δεν έχουν σχετικά ακούσματα, το αγκάλιασαν και αφέθηκαν στην παραγωγή να τους ταξιδέψει. Είναι όμορφο όταν παρουσιάζεις στον κόσμο κάτι πέρα από τα συνηθισμένα (τους) και το δέχονται με αγάπη. Από τις δημόσιες εντυπώσεις κρατώ ένα άκρως εγκωμιαστικό σχόλιο παλαιού σταθερού συνεργάτη του Μ. Χατζιδάκι, που είδε υποστηρικτικά τη διασκευή και αναγνώρισε στο έπακρο το εγχείρημά μου. Το μόνο “κρίμα” είναι, που δεν είχα τη δυνατότητα να το κυκλοφορήσω επίσημα δισκογραφικά ώστε να ακουστεί σε περισσότερο κόσμο αυτή η δουλειά.

 Θα ήθελα να μου περιγράψεις μια στιγμή που ακούς ένα τραγούδι και αποφασίζεις ότι θέλεις να το διασκευάσεις. Πώς γεννάται αυτή η επιθυμία και πώς καταλήγει να γίνεται η διασκευή;

Ενστικτωδώς. Και όχι πάντα. Είναι τραγούδια που δε σηκώνουν “πείραγμα” είτε γιατί η μουσική τους είναι περιορισμένη, είτε γιατί είναι τόσο δεμένα με την αρχική εκτέλεση που ό,τι και να τολμήσεις θα φανεί “λίγο”. Άλλωστε δεν είναι αυτοσκοπός μου οι διασκευές, αφού σε κάποια τραγούδια με καλύπτει απλά να τα τραγουδήσω με τον δικό μου τρόπο. Σε αυτά όμως που θα νιώσω ότι κάτι εναλλακτικό μπορεί να προταθεί, αρχίζω και σκέφτομαι διαφορετικό ρυθμό, διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετική ερμηνεία.. Αν, όσο οραματίζομαι τη νέα εκδοχή, “ακουστεί” κάτι ενδιαφέρον, τότε συνεχίζω μέχρι να με βγάλει κάπου που να αξίζει να δουλευτεί. Είναι όμορφο ταξίδι η διασκευή. Αρκεί η πρόταση που θα κάνεις να είναι ικανή να το αναδείξει σε ένα νέο επίπεδο. Θεωρώ ότι αυτό κατάφερα τόσο με το “Σε παρακαλώ” όσο και με το “Comme un vieux cinema”.

Υπάρχει κάποια διασκευή που έχεις κάνει και είναι η αγαπημένη σου;

Εκτός αυτών που αναφέραμε μέχρι τώρα, ξεχωριστή θέση στην καρδιά και στα προγράμματα μου θα έχει πάντα το “Jastar amenge dur”. Πρόκειται για εκτέλεση που μέσα στα χρόνια και στα lives με το μουσικό σχήμα Απάνεμα, έχει πάρει πλέον την αποκλειστική μας σφραγίδα. Είδαμε δε ότι αξίζει να κυκλοφορήσει δισκογραφικά και έχει ήδη ξεκινήσει η απαιτητική παραγωγή του που θα περιλαμβάνει αρκετές εκπλήξεις. 

Επίσης έχω ξεκινήσει μια ακόμα ενδιαφέρουσα παραγωγή με ρεμπέτικα που παρουσιάζονται με εντελώς νέα μορφή -αλλά για αυτά θα μιλήσουμε εν καιρώ…

Βλέποντας τις ζωντανές σου εμφανίσεις, μπορεί κανείς να καταλάβει μια έντονη ενέργεια που υπάρχει στις ερμηνείες και τη διάθεσή σου. Πώς «φτιάχνεις» ένα πρόγραμμα ζωντανών εμφανίσεων. Τι γνώμονα έχεις;

Βλέπω κάθε live σαν road trip! Και λατρεύω να οδηγώ με τις ώρες. Ξεκινάω ορίζοντας τον προορισμό μου -τα τραγούδια που θέλω να τραγουδήσω για τους καλεσμένους μου. Προετοιμάζω το όχημά μου -η ορχήστρα που θα με πλαισιώσει. Σημειώνω τις στάσεις, τις στροφές και τις ευθείες -πότε θα γίνει break, πότε θα βάλω ένα ανεβαστικό ποτ πουρί και πότε θα πάω στο ρελαντί, πχ με μια μπαλάντα; 

Όλα θέλουν την εναλλαγή ταχυτήτων, σύμφωνα με τις ικανότητες του οχήματος και την ανοχή των καλεσμένων. Κάποιες φορές, δίνω το τιμόνι σε άλλους -όταν έχω guest που μου κάνουν την τιμή να τραγουδούν μαζί μου. Βέβαια όλα αυτά είναι απλά ένας μπούσουλας. Πάνω στο πατάρι αφουγκράζομαι το γούστο του κόσμου και κοιτάω να περνάμε όλοι καλά. Οπότε τα “εκτός προγράμματος” είναι αρκετά συνηθισμένα. Η playlist στήνεται 3 ή 4 εβδομάδες πριν το live. Κάποιες φορές επίσης, όταν έχω χρόνο, φτιάχνω playlists χωρίς να υπάρχει επικείμενη εμφάνιση..! Τραγουδάω τη σειρά ώστε να δω αν υπάρχει ομαλή σύνδεση και αν περνάει το vibe που θέλω. Αφήνω να περάσουν 1-2 ημέρες να την ξαναδώ με άλλη ματιά και άλλο συναίσθημα. “Βλέπω” το live πριν γίνει για να έχω όσο δυνατόν αντικειμενική κρίση. Είναι από τις πιο αγαπημένες μου φάσεις της δουλειάς..

Έχει υπάρξει κάποιο περιστατικό σε live σου που να σε συγκινήσει και να το θυμάσαι;

Αρκετά. Και όλα αξίζουν αναφοράς, αλλά θα σου πω το πιο ρομαντικό. Καλοκαίρι στην Αμοργό, παίζαμε σε ένα μαγαζί και βιώναμε κάθε βράδυ μια μέθεξη συμπαντική, με άτομα κάθε ηλικίας που άκουγαν δύο κιθάρες και γέμιζαν το στενό τραγουδώντας. Φιλικό ζευγάρι ήρθε να μας ακούσει μα δε βρήκε θέση. Έφυγαν και την επόμενη ημέρα που τους συνάντησα μου είπαν: “πήγαμε στο παρακάτω στενό, εκεί που δεν ακουγόταν τίποτε άλλο παρά μόνο η μουσική σας.. αράξαμε μπροστά σε μια πόρτα, σε ακούγαμε να τραγουδάς, πίναμε μπύρες χαζεύοντας τον ουρανό και ερωτευτήκαμε από την αρχή”.

Ξαναγυρνώ στα προσωπικά σου τραγούδια. Πόσο δύσκολο είναι να ξεχωρίσει ένα νέο τραγούδι στην υπερπληθώρα των νέων κυκλοφοριών και πώς νιώθεις από την ανταπόκριση των δικών σου τραγουδιών;

Αρκετά δύσκολο. Χρειάζεται να έχεις επαφές, χρήματα ή εταιρεία δυνατή να σε προωθήσει. Με αυτά οι ευκαιρίες είναι εξαιρετικά περισσότερες. Χωρίς κάτι από τα παραπάνω είναι σχεδόν αδύνατο να ακουστεί η μουσική σου έξω από τον κύκλο σου. Δεδομένου ότι υπάρχει υπερπαραγωγή νέων τραγουδιών πιθανόν να θαφτεί στον ωκεανό του διαδικτύου. Φυσικά και τα social σου δίνουν ευκαιρία να αναδειχθείς, αλλά το κόστος μιας απλής διαφημιστικής καμπάνιας είναι τέτοιο όπου ένας καλλιτέχνης που δουλεύει ήδη για να πληρώσει την Τέχνη του, δε μπορεί να το κάνει σε μηνιαία βάση. Εκτός αυτού η αγορά πλέον προωθεί συγκεκριμένα στυλ. Δεν υπάρχει χώρος για τραγούδια που διαρκούν πάνω από 3 λεπτά και δεν είναι “ραδιοφωνικά” ή που θέλουν χρόνο και “χώρο” για να τα εκτιμήσει ο ακροατής.
Φυσικά τα ίδια εμπόδια παρουσιάζονται και στους χώρους που φιλοξενούν μουσική, με τους νέους καλλιτέχνες να παίρνουν τις “νεκρές” ημέρες για να γεμίσουν με δικό τους κόσμο, μιας και τα μεγάλα ονόματα (θα) έχουν πάντα προτεραιότητα στις καλύτερες ημερομηνίες.

Αντιλαμβανόμενος την κατάσταση από νωρίς, μπήκα στο χορό της δισκογραφίας με μηδενικές προσδοκίες από την αγορά. Ξεκίνησα να φτιάχνω τα τραγούδια μου, για να ικανοποιήσω πρωτίστως τη δική μου ανάγκη για έκφραση και να μπορώ μετά από 20 χρόνια να κοιτάξω πίσω και να αισθάνομαι υπερήφανος για αυτά. Με ξεπλήρωσαν τα χαμόγελα των δικών μου ανθρώπων και το καμάρι τους. Και μιας και δεν ελπίζω τίποτα (από κανέναν), ούτε φοβούμαι τίποτα (ή κανέναν), είμαι λέφτερος. Και κάθε φορά που στα live ο κόσμος τραγουδάει τα τραγούδια μου γεμίζω ικανοποίηση σαν να έχει σπάσει ρεκόρ views στο YouTube!

Γιάννη, υπάρχουν κάποια σχέδια που μπορείς να ανακοινώσεις για καλοκαιρινές ή χειμερινές εμφανίσεις;

Χρωστάω στον κόσμο μια “ταράτσα”… Υπάρχουν κάποιες σκέψεις για το τέλος του καλοκαιριού. Για σταθερές εμφανίσεις από τη νέα σεζόν, θα εξαρτηθεί από τη διαθεσιμότητα των χώρων που αναφέρω πιο πάνω. Σε κάθε περίπτωση όποι@ ενδιαφέρεται μπορεί να συντονιστεί στα social profiles μου και να ενημερώνεται εκεί για όλες τις εμφανίσεις, προγραμματισμένες ή έκτακτες. 

Να κλείσουμε με κάτι προσωπικό σου. Από τα τραγούδια σου θα μπορούσες να μοιραστείς έναν στίχο που σημαίνει κάτι ιδιαίτερο για σένα και να μας εξηγήσεις το «γιατί»;

Δεν μου αρέσει να σκέφτομαι πεσιμιστικά. Υπάρχει ελπίδα και όταν ξεπερνάω τις δυσκολίες, βλέπω ότι αξίζει να παλεύω με και για την Τέχνη μου. Λίγες φορές μόνο με πιάνει το πνιχτό παράπονο και κάπου εκεί έρχονται τα λόγια που έγραψε ο Γιάννης Μουρατίδης στο “Εσύ”:

<‘Ανάθεμά σε’ στα βουβά
και ‘Ωχ, αμάν, αμάν!>

Info

Περισσότερα τραγούδια μπορείς να ακούσεις στο youtube κανάλι της LYM music εδώ

Απαγορεύεται αυστηρά η χρήση φωτογραφιών, video & κειμένων για αναδημοσίευση χωρίς την άδεια μας ή/και αναφορά του musicity.gr και του συντάκτη / φωτογράφου ως πηγή.