Ο Δημήτρης Μυστακίδης έπιασε την κλωστή που ενώνει τη νοσταλγία του παρελθόντος με την επιθυμία του παρόντος και περπάτησε πάνω της, κάνοντας ο ίδιος μια σπουδή στο ρεμπέτικο τραγούδι και παρουσιάζοντάς το αναγεννημένο μπροστά σε μία γεμάτη Τεχνόπολη, με κόσμο έτοιμο να τον απολάυσει. Όπως είπε και ο ίδιος στην έναρξη της συναυλίας του: «Αν πριν κάποια χρόνια μου έλεγαν ότι θα παίζαμε ρεμπέτικα και θα είχαμε τόσο κόσμο θα γελούσα».
Ακολούθησε, όχι μόνο τους ρυθμούς και τη μουσική αισθητική του ρεμπέτικου, αλλά και την γενικότερη συνθήκη του, φτιάχνοντας μία κομπανία από έγχορδα, τρεις κιθάρες, ένα βιολί και ένα κοντραμπάσο, αναβιώνοντας μια παλιά ατμόσφαιρα συναυλιακής ομάδας. Μιας ομάδας που δεν απευθύνεται στα κουτούκια και στα καπηλειά, που συχνά αναφέρθηκαν το βράδυ της Τρίτης στην Τεχνόπολη, αλλά σε ένα πλατύ κοινό που διασκεδάζει με Τσιτσάνη και Βαμβακάρη.
Τραγούδια με τέμπο εξωστρεφές που σε παρακινούσαν να χτυπάς το πόδι σου στο δάπεδο ή να χορεύεις γύρω από τον άξονα της καρέκλας σου και άλλα τραγούδια αναστοχασμού, χωρισμού και ενός γενναίου πόνου. Άλλωστε αυτή είναι και η μαγεία του ρεμπέτικου ήχου, μια επαναστατικότητα σε όποιο συναίσθημα. Μέσα από ήχους δωρικούς και φαινομενικά απλούς το ρεμπέτικο τραγούδι, ο ήχος των τραγουδιών αυτών, δεν αφήνει τον ακροατή τους να εφησυχάζει. Αλλά τον παρακινεί να συναισθανθεί πολλαπλασιάζοντας σε πολλές περιπτώσεις αυτό που αισθάνεται.
Ειδική στιγμή στην συναυλία το αφιέρωμα στον Μανώλη Χιώτη, που όπως ανέφερε και ο Δημήτρης Μυστακίδης, «άλλαξε την πορεία του τραγουδιού», αλλά και οι έντονοι ήχοι του βιολιού του Σάκη Καρακώστα που συχνά παρέπεμπαν σε νησιώτικο πανηγύρι. Η Ιφιγένεια Ιωάννου τραγούδησε με την μελωδική διαπεραστική φωνή της και ο Δημήτρης Τσεκούρας έπαιξε κοντραμπάσο. Τις κιθάρες συμπλήρωναν ο Δημήτρης Παππάς και ο Κωστής Κωστάκης.
Ο Δημήτρης Μυστακίδης απέδειξε ότι όταν κάτι σε απασχολεί πραγματικά, το αγαπάς και «σκύβεις» με αγάπη σε αυτό, θα σε ανταμείψει. Ο ίδιος λάτρεψε το ρεμπέτικο και με την ενασχόλησή του μαζί του, το φέρνει πια στα χείλη τόσων και τόσων ανθρώπων, που ανεξαρτήτως ηλικίας και βιωμάτων τους αρέσει αυτός ο πολλαπλασιασμός του συναισθήματος.