Βραβευμένo με τον Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ Βενετίας και έχοντας αποσπάσει 11 υποψηφιότητες για Oscar, το Poor Things του Γιώργου Λάνθιμου, εγκαινιάζει μια νέα περίοδο για τον σκηνοθέτη. Μια περίοδο πιο mainstream, πιο pop, συντονισμένη με τις σύγχρονες προβληματικές και εξελιγμένη ως προς τη Λανθιμική αφήγηση και αισθητική, που μπορεί στο παρελθόν να προξενούσε περιέργεια, έως και αποστροφή.
Βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Alasdair Gray, σε κινηματογραφική διασκευή του Tony McNamara, το Poor Things μας ξεναγεί στον κόσμο της Bella Baxter (Emma Stone), μιας γυναίκας που ενώ είχε επιλέξει το θάνατο, της προσφέρθηκε μια νέα ζωή.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο διαστροφικός επιστήμονας Godwin Baxter (Willem Dafoe) ή απλά God, δηλαδή θεός, επαναφέρει στη ζωή μια γυναίκα, που έχει πέσει για να αυτοκτονήσει από τη γέφυρα του Λονδίνου. Πώς όμως επαναφέρεις στη ζωή μια εγκεφαλικά νεκρή γυναίκα; Κάνοντάς της μεταμόσχευση το μυαλό του παιδιού που κυοφορούσε.
Η Bella, είναι το δημιούργημα ενός σύγχρονου Φρανκεστάιν και δείχνει να εκτιμά το δώρο της ζωής περισσότερο από τον καθένα. Δραπετεύει από τον πύργο του Λονδίνου όπου ζει και με τη συνοδεία ενός καζανόβα (Mark Ruffalo), που μοιάζει να θέλει να «παίξει» μαζί της ανακαλύπτει τον κόσμο από την αρχή.
Οι ερωτικές ηδονές και η απέχθεια προς κάθε τι καθωσπρέπει, είναι οι προτεραιότητες της Bella και ο τρόπος που «αναπτύσσεται» εγκεφαλικά, επιβεβαιώνει την υποψία πως η ανθρώπινη περιέργεια και το πάθος για ελευθερία είναι τόσο λαίμαργα ένστικτα, που ποτέ κάποιες στιγμές ζωής δεν είναι αρκετές να τα καλύψουν.
Με την κρουαζιέρα της Bella και του Wedderburn, να είναι από τις συναρπαστικότερες στιγμές της ταινίας, όπως και οι συναντήσεις της με συνταξιδιώτες τους που θέλουν να της «δείξουν» λίγη ακόμα ζωή, αυτή η συναρπαστική περιπλάνηση μοιάζει να μην έχει τέλος.
Κάτι ανάμεσα σε αστικό western και μετά-queer παραμύθι, το film του Λάνθιμου απαντά σε όποια αναρώτηση γύρω από την ηθική, την ηδονή και το πάθος που μπορεί να προκύψει στο σύντομο και εκστατικό ταξίδι της ζωής.
Συναρπαστικά εφέ, εξαιρετική σκηνογραφία, οσκαρικές ερμηνείες, άψογη φωτογραφία και ιδιαίτερη, αλλά ταιριαστή μουσική, συντελούν σε ένα mainstream αριστούργημα που δεν θα απογοητεύσει τους πιο… «Λανθιμικούς» θεατές.
Εκείνο όμως που ξεχωρίσαμε στην ταινία, είναι ότι μέσα από ένα θέμα που συμβαίνει στην Βικτοριανή εποχή και ένα βιβλίο που γράφτηκε το 1993, ο Λάνθιμος υμνεί την απενοχοποίηση της γυναικείας σεξουαλικότητας και ασκεί την πιο εύστοχη και ουσιαστική κριτική στην πατριαρχία του σήμερα. Το καταφέρνει, εκτός από όλα τα υπόλοιπα, μέσα από τις ερμηνείες των αντρικών ρόλων, δείχνοντάς τους όσο πιο ευαίσθητους, τόσο πιο γοητευτικούς.
Αυτός ο γκροτέσκος ύμνος στη γιορτή της ζωής γίνεται η πρώτη ταινία Έλληνα σκηνοθέτη που είναι υποψήφια για 11 Όσκαρ και τοποθετεί τον Γιώργο Λάνθιμο στον πίνακα με τους κλασικούς Έλληνες σκηνοθέτες που «πρέπει» όλοι να έχουν δει ταινία του.