Συνέντευξη: Γιώργος Νανούρης:«Έχουμε γίνει ζούγκλα, όμως αρνούμαι να γίνω θηρίο για να επιβιώσω»!

Πληροφορίες

Γιώργος Νανούρης

Έχουμε γίνει ζούγκλα, όμως αρνούμαι να γίνω θηρίο για να επιβιώσω

Ο Γιώργος Νανούρης είναι αυτό που πολλοί θα αποκαλούσαν πολυσχιδής: Ερμηνεύει με επιτυχία το ρόλο του συγγραφέα Κλιφ Μπράντσο στο ιλουστρασιόν «Cabaret» του Ρήγου, μεταμορφώνεται σε φτωχό παπουτσή αναζητώντας στο κείμενο του Τολστόι «Από τι ζουν οι άνθρωποι», σκηνοθετεί Άλμπι και αναρωτιέται για δεύτερη χρονιά στο θέατρο Πόλη «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;». Παίζει με το ίδιο πάθος και στην κοσμική σκηνή του Μεγάρου Μουσικής αλλά και στο υπόγειο των είκοσι θέσεων. Έχει στήσει παραστάσεις στο δρόμο, έχει απομυθοποιήσει πρόσωπα με κάλπικη λάμψη, θεωρεί αδιανόητο να ζεις λες και είναι η τελευταία μέρα του κόσμου. Άλλωστε αυτό το ρητό, μόνο άγχος του δημιουργεί. Βλέπει την αγάπη να απεικονίζεται στην όψη ενός όμορφου χαμόγελου, βρίσκει την καλοσύνη να τροφοδοτεί την ψυχή, αισθάνεται τη ματαιότητα κατά καιρούς αλλά με μέτρο. Ο Γιώργος Νανούρης είναι από κείνους τους καλλιτέχνες που η αύρα τους σου θυμίζει κάτι από θάλασσα: Ανοιχτό μυαλό, φωτεινή σκέψη, λόγια διάφανα κι ένας ορίζοντας που όσο κοντά φτάνεις, τόσο σε απομακρύνει. Το άπιαστο είναι πάντα γοητευτικό!

 

 

M.C.: Ο Τολστόι λέει ότι οι άνθρωποι ζουν από αγάπη. Συμφωνείς ή υπάρχει και αντιπρόταση;

Γ.Ν.: Ο Τολστόι μιλά παραβολικά, άρα απλά. Αυτό που λέει με λίγα λόγια είναι, ότι ακόμα κι αν δεν σου περισσεύουν, μπορείς να μοιραστείς, αρκεί να έχεις αγάπη μέσα σου. Μ’ έναν τρόπο η αγάπη κάνει τον κόσμο καλύτερο. Όχι απαραίτητα ουτοπικά, αλλά πρακτικά. Είναι σα να λες ότι έχω ένα κομμάτι ψωμί και θα το κόψω στη μέση για να πάρει κι αυτός που δεν έχει. Αυτό ακριβώς που αναφέρεται και στο έργο «Έχω; Σου δίνω! Τόσο απλά!».

M.C.: Σήμερα οι άνθρωποι ζουν από αγάπη ή μάλλον, από τι νομίζουν ότι ζουν;

Γ.Ν.: Δεν ξέρω, αν ζουν μόνο από αγάπη, πιστεύω όμως, ότι οι άνθρωποι πρέπει να ζουν με αγάπη. Χωρίς να φανεί δεσποτικό, αυτό το «πρέπει». Από την άλλη, κάθε άνθρωπος ζει τη ζωή του όπως ο ίδιος νομίζει. Υπάρχουν άνθρωποι που τη ζουν με ψέμα, άλλοι που τη ζουν με αλήθεια, άλλοι με καλοσύνη, ορισμένοι με κακία. Ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέξει πώς επιθυμεί ο ίδιος να ζει, αναλογιζόμενος τις συνέπειες.

M.C.: Κάποιος θα μπορούσε να πει, ότι εν καιρώ κρίσης αυτό το μήνυμα για αγάπη κάθε άλλο παρά ρομαντικό θα μπορούσε να ειδωθεί…

Γ.Ν.: Η παράσταση δε σου λέει τι πρέπει να κάνεις και τι όχι. Σου δείχνει απλώς μια ιστορία που το μόνο που κάνει είναι να σε βάλει στη διαδικασία να σκεφτείς κάποια πράγματα, τα οποία ίσως έχεις ξεχάσει. Νιώθω ότι έχουμε γίνει ζούγκλα. Παρ’ όλα αυτά, εγώ αρνούμαι να γίνω θηρίο για να επιβιώσω. Είναι ωραίο η απάντηση που ζητάς για τις δυσκολίες των καιρών να ενυπάρχει στη λέξη αγάπη.

M.C.: Το παραμύθι είναι για τους μεγάλους ή κινδυνεύει να εκτεθεί στα μάτια τους ως κάτι πολύ «παιδικό»;

Γ.Ν.: Την παράσταση μπορεί να την παρακολουθήσει με ενδιαφέρον τόσο ένα μικρό παιδί όσο κι ένας ενήλικας. Στο παραμύθι έχεις να κάνεις με το κομμάτι εκείνο του εαυτού σου που είναι πάντα πιο παιδικό, πιο ρομαντικό, πιο ποιητικό και λειτουργεί σαν παραβολή. Αντί να πεις κάτι ωμά και ρεαλιστικά, το λες στα πλαίσια μιας παραβολής στην οποία λειτουργούν άλλου τύπου μηχανισμοί που σε ελευθερώνουν. Είναι απελευθερωτικό το να έχουμε ένα κομμάτι της παιδικότητας μας πάντα διαθέσιμο.

M.C.: Τον Τζορτζ και τη Μάρθα στο «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» που σκηνοθετείς τους οδηγεί η αγάπη ή κυριαρχεί το μίσος;

Γ.Ν.: Η βάση του θυμού τους είναι η αγάπη. Είναι λίγο αντιφατικό, αλλά πιστέυω πως ουσιαστικά ο Άλμπι αυτό θέλει να τονίσει: ότι η βαθιά αγάπη κρατά μαζί δύο ανθρώπους που ο χρόνος, ο εγωισμός, η φθορά και ό, τι αρνητικό μπορεί να κουβαλάμε ως άνθρωποι είναι ικανό να μας διαλύσει.

M.C.: Με τι γνώμονα σκηνοθέτησες αυτούς τους ανθρώπους;

Γ.Ν.: Από την αρχή θεώρησα, ότι έχω να κάνω με δυο ανθρώπους που πονάνε. Επιχείρησα ένα πιο στρωτό- χωρίς πολλούς πειραματισμούς- ανέβασμα, το οποίο θα δίνει τη δυνατότητα να ακούγεται περισσότερο το κείμενο. Είναι ένα έργο που μιλά δυνατά για τις ζωές των ανθρώπων και θέλαμε αυτή την ένταση. Νομίζω πως το καταφέραμε. Σ’ αυτό βέβαια συμβάλλουν και οι ηθοποιοί. Ο Δάνης Κατρανίδης και η Μίρκα Παπακωνσταντίνου είναι το ιδανικό ζευγάρι ερμηνευτών γι’ αυτούς τους ρόλους.

M.C.: Το «Cabaret» συνεχίζεται μετά το Μέγαρο Μουσικής και στην Θεσσαλονίκη. Έχοντας ολοκληρώσει τις παραστάσεις στην Αθήνα, ποιος είναι ο απόηχος που σου άφησε αυτή η δουλειά;

Γ.Ν.: Είναι μια δουλειά την οποία είδε 30,000 κόσμος και αυτό λέει κάτι από μόνο του. Ήταν μια υπερπαραγωγή για τα ελληνικά δεδομένα και αισθάνομαι τυχερός και χαρούμενος που συμμετείχα σε αυτή. Είχα την τύχη να συνυπάρξω στη σκηνή με σπουδαίους συναδέλφους και μόνο όμορφα πράγματα έχω να θυμάμαι. Πέρασα πολύ καλά!

M.C.: Λαμβάνοντας υπόψη πως επρόκειτο για μια τεράστια παραγωγή με μεγάλες φιλοδοξίες, σε απασχόλησε ποτέ η κριτική ως προς το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα που θα είχε;

Γ.Ν.: Η κριτική πάντα μας απασχολεί. Όμως εγώ, είτε παίζω σε μια μεγάλη παραγωγή είτε παίζω στο υπόγειο των είκοσι θέσεων, δίνω το εκατό τοις εκατό των δυνατοτήτων μου, σεβόμενος πρώτα τον εαυτό μου και τους συνεργάτες μου, και φυσικά τον κόσμο, που θα ξεκινήσει για να έρθει να μας δει. Τώρα, αν για κάποιους αυτό το εκατό τοις εκατό ισοδυναμεί με πέντε ή μηδέν, έιναι μια άλλη ιστορία. Εγώ πάντα είμαι συνεπής στον απόλυτο σεβασμό με τον οποίο αντιμετωπίζω κάθε δουλειά κι έτσι τέτοιου είδους θέματα, που εμπίπτουν και στην υποκειμενικότητα, με απασχολούν «τόσο όσο» που λέμε!

M.C.: Αναρωτιέμαι πώς θα μπορέσεις να δομήσεις μια συγκεκριμένη καλλιτεχνική ταυτότητα ασχολούμενος με τόσο εκ διαμέτρου αντίθετα πράγματα…

Γ.Ν.: Δεν ήταν ποτέ στόχος μου να δομήσω κάτι συγκεκριμένο γύρω απ’ το όνομα μου. Κάνω πολλά διαφορετικά πράγματα, γιατί και στη ζωή μου δεν είμαι μονόπλευρος. Μπορώ να ασχολούμαι με το θέατρο, την αρχιτεκτονική, τη σκηνοθεσία, το γράψιμο και τα φυτά με την ίδια ένταση και πάθος. Είναι στοιχείο του χαρακτήρα μου. Ποτέ δε με απασχόλησε να φτάσω κάπου συγκεκριμένα. Ίσως με τον καιρό να κατασταλάξω κάπου, αν και δε μου πάνε τα στεγανά.

M.C.: Θέτεις προκλήσεις στον εαυτό σου για να βελτιώνεσαι καλλιτεχνικά αλλά και ως άνθρωπος;

Γ.Ν.: Δε μου αρέσει η λέξη πρόκληση, πάντα την έχω συνδεδεμένη στο πίσω μέρος του μυαλού μου με κάτι αρνητικό. Νομίζω πως το να δοκιμάζω κάθε φορά διαφορετικούς δρόμους με βελτιώνει αρκετά, όπως και το να προσπαθώ να κινούμαι όσο μπορώ με σεβασμό και αλήθεια. Αν κοροϊδεύεις δεν πας μπροστά. Μένεις στάσιμος και εξαφανίζεσαι.

M.C.: Η τέχνη σου σ’ έχει βελτιώσει έστω και ελάχιστα;

Γ.Ν.: Προφανώς! Η τέχνη μου με βελτιώνει και με αλλάζει, με διδάσκει από τα λάθη μου. Λάθη συμπεριφοράς, λάθη χαρακτήρα. Μαθαίνω απ’ το θέατρο, απ’ τους ανθρώπους του.

M.C.: Τι περιμένεις απ’ το μέλλον;

Γ.Ν.: Τίποτα απολύτως. Δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι η ζωή τους χρωστάει. Τίποτα δε χρωστάει σε κανέναν. Εσύ δημιουργείς τις συνθήκες που θες για να δράσεις και σ’ αυτό βοηθάει και λίγο η τύχη. Στο χέρι του καθενός είναι να φτιάξει το αύριο που επιθυμεί. Δε μπορώ να πιστέψω στο ρητό που λέει «Ζήσε τη μέρα σου σα να είναι και η τελευταία σου…». Πόσο αγχωτικό και ακραίο ταυτόχρονα;! Για μένα πρέπει να ζεις ελπίζοντας και δημιουργώντας ο ίδιος αυτό που το αύριο θες να φέρει.

M.C.: Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό, όταν ακούς τις λέξεις αγάπη, καλοσύνη, ματαιότητα;

Γ.Ν.: Αγάπη: ένα χαμόγελο, καλοσύνη: ψυχή, ματαιότητα: με μέτρο!
 

 

 

 

Απαγορεύεται αυστηρά η χρήση φωτογραφιών, video & κειμένων για αναδημοσίευση χωρίς την άδεια μας ή/και αναφορά του musicity.gr και του συντάκτη / φωτογράφου ως πηγή.

Έξυπνη αναζήτηση:

Που εμφανίζεται ο κάθε ηθοποιός ή τραγουδιστής;


"Δεν βρέθηκαν αποτελέσματα" = Δεν υπάρχουν προγραμματισμένες εμφανίσεις του καλλιτέχνη