Συνέντευξη: Μάρω Μαρκέλλου: «Είμαι ό, τι να ναι, εκτός από μπουζούκια»!

Πληροφορίες

Μια σπάνια ποικιλία πεταλούδας θα μπορούσε να είναι η Μάρω Μαρκέλλου. Μία ιπτάμενη ενέργεια, σαν αεράκι, που θα μύριζε απαλά και θα είχε χρώμα ροζ και σιέλ. Κάπως σαν τις τούφες των μαλλιών της. Βλεποντάς την, δύσκολα θα την χαρακτήριζες... «Υποψήφια μάνα», όμως η ίδια αυτοσαρκάζεται μέσα από τα τραγούδια της. Κλείνει το μάτι ειρωνικά και βγάζει τη γλώσσα σε κάθε μορφή σοβαροφάνειας και δήθεν. Θα ήθελε να έχει πει πρώτη τη «Ντισκοτέκ» της Ελπίδας, στο επερχόμενο live της θα τραγουδήσει Άννα Βίσση, γράφει για χαμένες αγάπες στο Κάιρο, κόμικς, υδραυλικούς και εκφράζει με χιούμορ και αυτοσαρκασμό όλους τους προβληματισμούς των τριαντάρηδων. Η Μάρω Μαρκέλλου είναι η πιο ποπ αναρχική και αυτή είναι μια καλή ευκαιρία να το διαπιστώσετε.

 

Συναντιόμαστε με αφορμή την κυκλοφορία του δεύτερου προσωπικού σου album «Υποψήφια μάνα». Τι feedback έχεις από αυτήν την κυκλοφορία;

Πολύ καλό. Μου στέλνουν άνθρωποι messenger, μου λένε ποιο είναι το αγαπημένο τους τραγούδι. Είναι πολύ ωραία.

Περισσότερες πληροφορίες για το άλμπουμ κλικ εδώ

Για ένα νέο καλλιτέχνη που προσπαθεί να διαμορφώσει τώρα την ταυτότητά του και να την επικοινωνήσει με το κοινό, τι σημασία έχει η δισκογραφία;

Ζωτική σημασία. Δεν ξέρω πώς μπορεί να ακουστεί, αλλά είναι κάτι σαν παράνοια. Αν δεν το μοιραστείς δεν μπορέις να ζήσεις. Είναι μια ολοκληρωμένη προσπάθεια, βάναυση προσπάθεια, τουλάχιστον σε ότι με αφορά. Η επιλογή των τραγουδιών, οι ενορχηστρώσεις, η παραγωγή... όλο αυτό είναι μια διαδικασία εσωτερική που αν δεν κυκλοφορήσει με κάποιο τρόπο, δεν ησυχάζεις. Εγώ την πάτησα έτσι όταν δε βγήκε ο δεύτερος δίσκος που είχα ετοιμάσει και είχα μείνει με αυτό το υλικό να σέρνεται πάνω μου πολλά χρόνια.

Γιατί τώρα δεν κυκλοφόρησε εκείνος ο δίσκος, αλλά η «Υποψήφια μάνα»;

Τώρα το έχω ξεπεράσει το άλλο, έχω σχεδόν ξεπεράσει και την «Υποψήφια μάνα» και έχω περάσει ήδη στο επόμενο. Δεν ξέρω, είναι κατάρα να δημιουργώ concept, να μην πηγαίνω παράλληλα με αυτό που συμβαίνει.

Νιώθω ότι είσαι υπεύθυνη για τα πάντα. Τα τραγούδια, τις ενορχηστρώσεις, το εικαστικό... νιώθω ότι υπάρχεις εσύ μέσα σε όλο αυτό.

Έτσι είναι. Εκ των πραγμάτων κράτησα τις ενορχηστρώσεις πού είχα, γιατί δεν υπήρχε δυνατότητα να προσλάβω ενορχηστρωτή. Αυτό τελικά δεν ήταν τόσο κακό όσο πίστευα, γιατί είχε κάτι που έβγαινε από μέσα μου. Γενικά θέλω τα πράγματα να έχουν την ταυτότητά μου.

Πότε αποφάσισες ότι θες να γίνεις τραγουδοποιός;

Δεν το αποφάσισα. Ήμουν πάντα, αλλά δεν το είχα ως επαγγελματικό προσανατολισμό στο μυαλό μου. Έγινε τυχαία και το ακολούθησα. Στην ουσία με πήγε μόνο του.

Θυμάσαι πότε έγραψες το πρώτο σου τραγούδι;

Μπορεί και έκτη Δημοτικού. Πάντα έγραφα ποιήματα, αλλά με το που έμαθα δυο νότες στην κιθάρα άρχισα και να τα μελοιποιώ.

Καταλαβαίνω ότι ο λόγος για σένα έχει πολύ μεγάλη σημασία. Αυτά τα θέματα που γράφεις πώς τα εμπνέεσαι;

Τα ερωτικά;

Όλος σου ο δίσκος έχει έναν ερωτικό πυρήνα, αλλά μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.

Θα ήθελα πάρα πολύ να μπορώ να γράψω κάτι που να μην έχει να κάνει με έρωτα, όπως οι «Υδραυλικοί». Μου αρέσει γενικά η ευρύτητα. Δεν είμαι άνθρωπος κολλημένος με ένα πράγμα, γιατί βαριέμαι πολύ εύκολα.

Οπότε αναγκαστικά, επειδή ο έρωτας με εμπνέει, βάζω μέσα κι άλλα στοιχεία για να μην βαρεθώ. Αλλά θα ήθελα κάποια στιγμή να γράψω και κάτι τελείως άσχετο. Αλλά αυτό να γίνει πηγαία. Όχι ας πούμε να πω «τώρα θα γράψω για την κρίση».

Τους χωρισμούς και τις απογοητεύσεις σου τις αντιμετωπίζεις με το χιούμορ και τον σαρκασμό που τις αντιμετωπίζεις και στα τραγούδια σου;

Εξαρτάται. (Γέλια) Κυρίως ναι. Όπου μπορώ και όπου υπάρχει η δυνατότητα, αυτόν τον τρόπο επιλέγω. Ασυνείδητα όμως. Πιστεύω αυτό πηγάζει και από την οικογένεια. Από μικρή έκανα πλάκες και αστεία και αυτό μου έμεινε. Νομίζω είναι ό, τι καλύτερο μου έχει μείνει από το περιβάλλον μου.

Γενικά είμαι άνθρωπος που έχω χιούμορ και γελάω κυρίως με μένα. Πολλές φορές. Είναι αυτοσαρκαστικά τα τραγούδια μου. Αλλιώς θα κλαίγαμε.

Στην «Υποψήφια μάνα» υπάρχουν πολλές συνεργασίες. Φοίβος Δεληβοριάς, Πάνος Μουζουράκης, Μπάμπης Στόκας, Μιρέλα Πάχου. Πώς προέκυψαν;

Νιώθω πολύ ευτυχής. Αν μπορούσα θα έκανα ένα δίσκο, μόνο με συνεργασίες. Να μην τραγουδάω εγώ καν. Τρελαίνομαι, γιατί ο καθένας δίνει κάτι τελίως δικό του, που δεν το είχα σκεφτεί εγώ ποτέ. Επειδή πάντα μου αρέσουν περισσότερο τα ξένα τραγούδια και όχι τα δικά μου, όταν τραγουδούν άλλοι τραγούδια μου, μου δίνεται η αίσθηση ότι δεν τα έγραψα εγώ και αυτό μου αρέσει πολύ.

Θα έλεγες ποτέ τραγούδια άλλων τραγουδοποιών - συνθετών;

Στα live μου λέω. Αναγκαστικά, δεν μπορώ να λέω μόνο δικά μου. Από την άλλη, δε νομίζω πως έιμαι και η κορυφαία τραγουδίστρια, που κάποιος συνθέτης θα κέρδιζε κάτι αν έλεγα εγώ τραγούδια του. Κάποτε ήμουν πιο ψώνιο, μου άρεσε πιο πολύ να τραγουδάω παρά να γράφω, αλλά τώρα όχι πια.

Υπάρχει κάποιο τραγούδι που θα ήθελες να έχεις πει πρώτη, ή κάποιος συνθέτης που θα ήθελες να γράψει για σένα;

Βεβαίως. Θα ήθελα να έχω πει πρώτη τη «Ντισκοτέκ». Θα ήθελα να έχει γράψει ο Μπίγαλης για μένα το «Μου λέιπεις». Έχω τέτοια υπολλήματα, από τα 80s και 90s.

Αυτό το πολύ συγκεκριμένο στυλ που γράφεις, το εφήυρες εσύ;

Δε νομίζω. Αυτά πάντα υπάρχουν. Δεν υπάρχει περίπτωση εν έτει 2017 να γράψεις κάτι που δεν το έχει σκεφτεί κανένας άλλος. Κάπου υπάρχει και αυτό. Δεν ξέρω πού. Εμένα έτσι μου βγήκε, κι αυτό βέβαια ήταν σα να γύρισε κάποια στιγμή ο διακόπτης. Μέχρι ένα σημείο έγραφα πολύ συγκταταβατικά, πολύ «σε θέλω, μου λείπεις» και βαρετά, αλλά κάποια στιγμή γύρισε ο διακόπτης και ελευθερώθηκα.

Αυτό έχει να κάνει με κάτι που συνέβει στη ζωή σου, ή με κάτι που συνέβη στο μυαλό σου;

Στο μυαλό μου συνέβη. Ήταν μια περίοδος που σπούδαζα εντατικά στη Νομική, πριν ασχοληθώ με τη μουσική, που όλες μου τις ώρες στο σπίτι έγραφα. Κάποια στιγμή έγινε ένα φλιπ και άρχισα να γράφω έτσι. Δεν ξέρω τι έγινε.

Και πώς ξεκίνησε η πορεία σου;

Άκουσε ο Δεληβοριάς ένα κομμάτι που αποφάσισα να στείλω στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το «Γιάννη» και του άρεσε πάρα πολύ. Έτσι με πήρε και στα live του και ξεκίνησα.

Από την Αρλέτα μέχρι το Φοίβο Δεληβοριά τι ρόλο έπαιξαν οι Έλληνες τραγουδοποιοί στη διαμόρφωση της μουσικής σου ταυτότητας;

Είναι αναπόσπαστο κομμάτι. Είναι κάτι σα DNA. Όταν μεγαλώνεις ακούγοντας είτε Λοΐζο, είτε Χατζιδάκι, είτε Σαββόπουλο, είτε Δεληβοριά αυτό περνάει σα βίωμα. Από κει και μετά, ότι δικό σου κι αν φτάξεις έχει πάντα ένα κομμάτι τους μέσα.

Σε ποιο μουσικό είδος θα κατέτασσες τα τραγούδια σου;

Έχω προσπαθήσει πάρα πολλές φορές και δεν τα έχω καταφέρει. Αυτό που μόνο έχω καταλήξει, είναι ότι είναι ποπ. Αλλά όταν βλέπω τι λέγεται γύρω μας ποπ, δεν μπορώ να μπω στον ίδιο κύκλο. Και με ενοχλεί και το ποπ. Δεν είμαι πάντως αμιγώς ροκ. Έχω ροκ στοιχεία, αλλά δεν είμαι ροκ, έχω πολλά στοιχεία μπλουζ, λίγο swing, λίγο σάλσα. Τι να πω; Είμαι ότι να ναι, εκτός από μπουζούκια. Αυτό λέω σε όσους με ρωτάνε: «Γράφω ελληνικά. Τα πάντα εκτός από μπουζούκια». Και συννεονοούμαστε. Ούτε έντεχνη με λες.

Πώς βλέπεις λοιπόν το ποπ σήμερα;

Γενικά η ποπ ήταν κάτι πολύ καλό μέχρι να αρχίσει να φθίνει και να γίνει αυτό που είναι σήμερα. Είναι σε όλο τον κόσμο trash. Είδα και ένα βιντεάκι πρόσφατα που έλεγε ότι μέσα από την ποπ κουλτούρα έχουμε μηδενίσει όλες τις αξίες και όλη την αισθητική μας. Δεν υπάρχουν πια αξίες, υπάρχει μόνο βαναυσότητα. Πράγματα που σου βιάζουν τα μάτια και τα αυτιά. Δεν ξέρω. Υπάρχουν πολύ λίγες εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα. Γιατί είναι κανόνας πια. Όσο πιο πολύ προκαλέσεις τόσο πιο ποπ είσαι. Δεν μπορώ να το δω έτσι. 

Εγώ δεν αισθάνομαι alternative σαν καλλιτέχνης, αίσθάνομαι mainstream. Αλλά όσο υπάρχει κόσμος που δεν ανοίγει το αυτί του λίγο παραπέρα από την περπατημένη και τον έχουν κάνει να αισθάνεται ότι είναι πλήρης με την γκάμα που του έχει επιβληθεί από τα πέντε διαφορετικά τραγούδια που τα ακούει συνέχεια σε διαφορετικές εκτελέσεις, νιώθω λίγο μπερδεμένη.

Εσύ τι δυσκολίες αντιμετωπίζεις στην προώθηση του δίσκου σου;

Δεν υπάρχουν ευκολίες, για να υπάρχουν και δυσκολίες. Οι δυσκολίες είναι η καθημερινότητα. Κατ’ αρχήν εγώ έλειπα πάρα πολλά χρόνια από τη δισκογραφία και από τις σκηνές. Τα είχα παρατήσει τελείως. Πέρυσι επανήλθα. Έπρέπε να γίνουν διάφορα γεγονότα στη ζωή μου για να επανέλθω και να πω: «θέλω να κάνω μόνο μουσική». Επειδή αυτό που αγαπούσα δεν μπορούσα να το κάνω με τις συνθήκες που ήθελα, δεν το έκανα καθόλου. Δεν μπορούσα για παράδειγμα να πληρώνω τη μπάντα μου. Κουράστηκα να παίζω με ένα όργανο και τα παράτησα. Δεν είχα βγάλει δίσκο τόσα χρόνια...

Στην περίπτωσή μας, συμβαίνει το εξής: Ο καθένας στο μικρόκοσμό του, ξέρει τον εαυτό του – όπως εγώ ξέρω εμένα – και βγαίνει έξω με την υποσεινήδητη σκέψη ότι τον ξέρουν και οι άλλοι. Δεν πάει έτσι. Γιατί κι εγώ ακούω πολλά ονόματα που δεν ξέρω και που θα ήθελα να μάθω και τις περισσότερες φορές βαριέμαι. Θα πρέπει να με πετύχει κάποιος σε μια φάση που θα ψάχνομαι για να ακόυσω κάτι καινούριο. Είναι δύσκολο γενικά να επιβάλεις σε μια ιδιοσυγκρασία κάτι που δεν το έχει ξανακούσει. Κακά τα ψέματα, ένα μέσο υπάρχει και αυτό είναι η τηλεόραση. Ούτε το instagram, ούτε το facebook. Η τηλεόραση πόσους να χωρέσει; Και πόσο αξιοκρατικά να είναι αυτά τα κριτήρια; Και κοιτώντας γύρω μου, σε γενικές γραμμές, μια χαρά είμαι.

Από το «Κορίτσι για σπίτι» μέχρι την «Υποψήφια μάνα» τι άλλαξε για σένα;

Τα πάντα. Ήρθε τούμπα όλη μου η ζωή, άλλες φορές με καλό τρόπο, άλλες φορές με κακό τρόπο. Υπάρχει ενδιάμεσα μια μικρή ζωή. Τελικά νομίζω πως λειτούργησε υπέρ μου το ότι μετά το «Κορίτσι για σπίτι» είχα έναν έτοιμο δίσκο που δε βγήκε. Δεν ήταν το κατάλληλο βήμα εκείνος ο δίσκος, ενώ αυτός τώρα είναι ο δεύτερος δίσκος που θα ήθελα να έχω.

Πώς λοιπόν ένα «Κορίτσι για σπίτι» γίνεται «Υποψήφια μάνα»;

Τριανταρίζοντας. Όσοι έχουν τριανταρίσει ήδη καταλαβαίνουν τι εννοώ. Δεν μπορώ να το περιγράψω. Με το που πατάς τα τριάντα αλλάζουν τόσα πολλά πράγματα. Δεν ξέρω αν αυτό συμβαίνει συνειδητά ή ασυνείδητα.

Πάντως μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα μάτια είσαι άλλο άνθρωπος. Τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί τόσα χρόνια μιλούσαν άλλοι για θέματα τα οποία εμένα δε με αφορούσαν. Τώρα με αφορούν θέλω δε θέλω. Το σώμα σταματάει να συνεργάζεται από ένα σημείο και μετά, οι μισοί σου φίλοι παντρολογούνται και κάνουν παιδιά, οι άλλοι μισοί παλιμπαιδίζουν και τους βλέπεις με άλλο μάτι πια. Βλέπεις αλλιώς τις σχέσεις, τις δουλειές, τους ανθρώπους γύρω σου.

Πώς νιώθεις στα live;

Δεν έχω αποφασίσει ακόμα αν μου αρέσει περισσότερο το studio ή το live. Κάθε φορά που είμαι στο studio λέω «αυτό είναι!» και το ίδιο λέω και με το live. Δεν μπορώ να κατασταλάξω. Είναι εμπειρία ζωής το κάθε live. Είναι κάτι που δεν ξαναγίνεται. Δεν είναι ποτέ το ίδιο. Και το ίδιο κοινό να έχεις και να έχεις έναν επιπλέον άνθρωπο από κάτω, είναι διαφορετικό.

Τα τραγούδια σου είναι αρκετά δύσκολα να υποστηριχθούν σκηνικά...

Τεχνικά είναι πολύ δύσκολα. Πρέπει να παίζει δυνατά η μπάντα κι εγώ να λέω τρεις χιλιάδες στίχους σε κάθε τραγούδι και να καταλαβαίνει ο κόσμος τι λέω. Γι’ αυτό έχω σταματήσει να απασχολώ το μυαλό μου με το πόσο ωραία θα βγει η φωνή μου, αρκεί να καταλαβαίνουν τους στίχους μου. Επιλέγω τις διασκευές, μου αρέσει πολύ να κάνω κολάζ δικά μου τραγούδια μαζί με άλλων και γενικά νομίζω ότι με αυτή τη μπάντα που είμαι τώρα βγάζουμε ένα πολύ ωραίο αποτέλεσμα.

Η «Υποψήφια μάνα» πώς θα υποστηριχθεί σκηνικά;

Ετοιμάζω μια υπερπαραγωγούλα θα έλεγα για δύο Σάββατα στη Σφίγγα. Θα έχει διάφορα στοιχεία που δεν είχα ποτέ σε live μου, όπως χιουμοριστικά βιντεάκια με διάφορους guests. Έχω εξελίξει λίγο την πρόζα μου, γιατί έχω αρχίσει να μιλάω στον κόσμο. Κάποτε έλεγα μόνο «καλησπέρα» και «καληνύχτα». Τώρα που μεγάλωσα ανοίγομαι λίγο παραπάνω. Θα πούμε τα περισσότερα τραγούδια του καινούριου δίσκου και αρκετά από τον παλιό. Άλλα τα διασκευάζω, άλλα τα κάνω μέντλεϋ με ξένα και ελληνικά... Θα είναι πολύ ωραία.

Ποιο τραγούδι θα πεις στο live σου που δεν περιμένουμε να το ακούσουμε;

Λέω ένα της Άννας Βίσση σε στίχους Μυρτώς Κοντοβά. Το «Στην πυρά». Το έχω κάνει λίγο hard rock να γουστάρουμε.

Τα τραγούδια σου, φέρουν μια θεατρικότητα. Θα σε ενδιέφερε να γράψεις για θέατρο;

Πάρα πολύ, σαν τρελή. Και για θέατρο, και για ταινία θέλω πάρα πολύ. Επειδή όποτε με έχουν ζορίσει για να γίνει κάτι, είτε αυτό κυκλοφορήσει τελικά είτε όχι, βγαίνει κάτι καταπληκτικό. Τελείως διαφορετικό από αυτά που γράφω, όταν το κάνω μόνη μου. Περιμένω πώς και πώς να χτυπήσει το τηλέφωνό μου και να μου ζητήσουν να γράψω για θέατρο.

Χαίρεις εκτίμησης από πολλούς συναδέλφους σου. Πώς νιώθεις γι’ αυτό;

Όταν ξεκινούσα, από την αρχή οι συνάδελφοι με αποδέχτηκαν πολύ εγκάρδια. Αλλά τότε ήμουν πολύ διαφορετικός άνθρωπος. Νομίζω πως μπορούσα να γκρεμίσω πολλές γέφυρες, απ’ όσες μπορώ να χτίσω σήμερα, που έχω τα μυαλά στο κεφάλι μου. Είμαι πάντα στον κόσμο μου, δεν μπορώ να γνωρίσω κάποιον εύκολα. Αλλά είναι τόσο μεγάλη η χαρά μου, που με θαυμάζουν μερικοί άνθρωποι, που τους θαυμάζω τόσο πολύ εγώ. Μου φαίνεται τεράστιο.

Αυτό προέκυψε από τυχαίες γνωριμίες. Το Μουζουράκη τον γνώρισα στο καφενείο της ΕΡΤ, το Δεληβοριά τυχαία μια μέρα στο Λουτράκι, το Στόκα τυχαία πίνοντας καφέ. Και όταν γνωρίζω κάποιον τον οποίο θαυμάζω και εκείνη την ώρα μου λέει πόσο πολύ του αρέσει ο τρόπος που γράφω τρελαίνομαι. Είμαστε θεωρώ συγγενείς. Με αυτούς που θαυμάζω κι εγώ, είμαστε συγγενείς. Αυτό είναι τελείως αυθαίρετο από μέρους μου, αλλά νομίζω αυτό είμαστε. Ας πούμε, όταν πέθανε ο Κηλαηδόνης, που δεν τον είχα συναντήσει ποτέ, ένιωσα σα να έχασα κάποιον από την οικογένειά μου. Είναι φοβερό πράγμα. Και νομίζω ότι σιγά σιγά πρέπει να το ενστερνιστούμε όλοι αυτό το συναίσθημα.

Ποιους νιώθεις λοιπόν συγγενείς σου;

Ο Μουζουράκης, νιώθω ότι είναι ο μεγαλύτερός μου αδερφός. Το Δεληβοριά τον θεωρώ κάτι σαν πατρική φιγούρα. Την Παυλίνα (Βουλγαράκη) τη θεωρώ κάτι σαν την τρελή κολλητή μου που θα με στήσει στο ραντεβού, αλλά τελικά θα έρθει. Το Στόκα τον έχω κάτι σαν κολλητό μου. Μπορεί να έχω κάμποση διαφορά ηλικίας, αλλά μπορώ μαζί του να πω τα πάντα. Υπάρχει αγάπη.

Έξυπνη αναζήτηση:

Που εμφανίζεται ο κάθε ηθοποιός ή τραγουδιστής;


"Δεν βρέθηκαν αποτελέσματα" = Δεν υπάρχουν προγραμματισμένες εμφανίσεις του καλλιτέχνη