Συνέντευξη: Συναντήσαμε τον Μίλτο Πασχαλίδη με αφορμή το νέο του δίσκο "Τραγούδια που ζούνε λαθραία"!

Πληροφορίες

Ο Μίλτος Πασχαλίδης, ο Μίλτος, όπως συνηθίζουν να τον φωνάζουν του φέρει πάντα μαζί του, στα τραγούδια και τον λόγο του, μια δωρική ευαισθησία. Μάλλον αυτός είναι και ο συνδετικός του κρίκος με τον πύρινο λόγο του Άλκη Αλκαίου και την αιχμηρή μελωδικότητα του Μάριου Τόκα. Συναντηθήκαμε με αφορμή αυτήν ακριβώς την κυκλοφορία του δίσκου «Τραγούδια που ζούνε λαθραία» σε μουσική Τόκα και ποίηση Αλκαίου και μιλήσαμε για το πώς είναι να ετοιμάζεις έναν δίσκο με απόντες τους δημιουργούς του, την ιδιαίτερη σχέση του με τον Θάνο Μικρούτσικο και την παθιασμένη μονιμότητα που έχει κατακτήσει να έχει με το κοινό.

 

Νέος δίσκος με τίτλο «Τραγούδια που ζούνε λαθραία» σε στίχους Άλκη Αλκαίου και μουσική Μάριου Τόκα. Γιατί αυτός ο δίσκος κυκλοφορεί τώρα;

Εδώ και δύο χρόνια οι δύο οικογένειες, του Αλκαίου και του Τόκα, μου ζήτησαν να εκδώσω το υλικό. Το ήξερα το υλικό, το είχα, καμιά φορά έλεγα και κάποια τραγούδια στις παραστάσεις, αλλά δεν ήταν οργανωμένο για να γίνει δίσκος. Θα μπορούσε να έχει ολοκληρωθεί αυτή η δουλειά νωρίτερα, αλλά πέρυσι έγραψα τις «Περσίδες» και δεν γινόταν να κυκλοφορήσουν δύο δίσκοι ταυτόχρονα.

Νιώθεις μια ιδιαίτερη ευθύνη που κυκλοφορείς έναν δίσκο με δημιουργίες ανθρώπων που δεν υπάρχουν πια, που δεν μπορούν να εκφράσουν τις διαφωνίες τους ή τις απόψεις τους;

Βέβαια. Διαρκώς στο στούντιο αναρωτιέσαι αν αυτό που κάνεις θα τους άρεσε. Πας με την άτοπο απαγωγή. Το τι αρέσει ακριβώς δεν μπορείς να το ξέρεις, αλλά το τι δεν αρέσει το ξέρεις. Οπότε προσπάθησα να αποφύγω και ενορχηστρωτικά και ερμηνευτικά και ως δομή του υλικού, πράγματα που ξέρω ότι θα διαφωνούσαμε, κυρίως με τον Άλκη, που ήταν και περισσότερο φίλος μου, αλλά και με τον Μάριο, του οποίου την αισθητική προσπάθησα να την κρατήσω όσο γινόταν στα τραγούδια. Έβαλα βέβαια και την δική μου αισθητική, διότι σε αυτόν τον δίσκο εκτός από επιμελητής, είμαι και τραγουδιστής του. Οπότε θεωρώ πως βρήκα μια ενδιαφέρουσα χρυσή τομή.

Το να φέρνεις συνέχεια στο μυαλό σου αυτούς τους δύο ανθρώπους στη δημιουργία του δίσκου ήταν επώδυνο ή λυτρωτικό;

Τίποτα από τα δύο. Λυτρωτικό δεν είναι σε καμία των περιπτώσεων, γιατί έχει μέσα του ένα γαμώτο. Δηλαδή όταν τελείωσε ο δίσκος είπα «Ρε γαμώτο, να μην είναι εδώ να χαρούμε όλοι μαζί». Αλλά δεν έχει και καμία συντριβή. Το αντιμετώπισα σαν να ήταν σπίτι τους. Σαν να ήταν κρυολογημένοι και δεν μπορούσαν να έρθουν. Δεν σκεφτόμουν με βαρύ τρόπο ότι έχουν πεθάνει. Έλεγα «δεν είναι εδώ, θα τα φτιάξουμε όσο το δυνατόν καλύτερα για να τους αρέσουν».

Τι είναι αυτό που σε συνδέει με τη γραφή του Άλκη Αλκαίου;

Απλά την αγαπώ βαθύτατα. Από τους στιχουργούς της μεταπολίτευσης δύο θεωρώ κορυφαίους, τον Μάνο Ελευθερίου και τον Άλκη Αλκαίο. Υπάρχουν κι άλλοι σπουδαίοι. Και η Λίνα Νικολακοπούλου και ο Οδυσσέας Ιωάννου μετέπειτα, ο Ισαάκ Σούσης και άλλοι και τραγουδοποιοί που γράφουν σπουδαίους στίχους. Αλλά αν μιλάμε για ανθρώπους που κατά κύριο λόγο ασχολήθηκαν με την στιχουργία, για μένα οι δύο κολώνες της στιχουργίας τα τελευταία σαράντα χρόνια είναι αυτοί οι δύο. Τον αγαπώ πάρα πολύ.

Δεν είναι τυχαίο ότι ήμασταν δεκαοχτώ χρόνια φίλοι. Άνθρωποι που είναι δημιουργοί, αν δεν ταιριάζουν και λίγο αυτά που φτιάχνουν κι αν δεν θαυμάζει ο ένας τα πράγματα που φτιάχνει ο άλλος δεν μπορεί να είναι τόσα πολλά χρόνια συνδεδεμένοι.

Έχεις μια ιδιαίτερη σχέση με τον λόγο και μέσα από τα τραγούδια σου και μέσα από τα γραπτά σου. Ποιο αίσθημα θες να σου προκαλεί ένας στίχος για να το ερμηνεύσεις;

Ο στίχος είναι σαν ρούχο. Αν μπορέσω να το φορέσω το λέω. Δηλαδή πρέπει να μου ταιριάζει και να με αφορά. Αν δεν με αφορά, δεν μπορώ να πείσω ούτε τον ακροατή ότι τον αφορά την ώρα που θα το πω. Μπορεί να υπάρχουν υπέροχοι στίχοι που δεν θα με συγκινεί το περιεχόμενο τους. Αυτούς δύσκολα μπορώ να τους τραγουδήσω ακόμα κι αν είναι αριστουργήματα.

Το ίδιο ισχύει και για να μελοποιήσεις ένα στίχο;

Βέβαια. Εκεί όμως υπάρχει μια παράμετρος δυσκολίας παραπάνω. Γιατί εκτός από το να μου αρέσει, πρέπει και να μπορώ.

Οι στίχοι του Αλκαίου είναι πυκνογραμμένοι και πλούσιοι νοηματικά. Σου έχει συμβεί να τους ανακαλύπτεις χρόνια μετά το πρώτο σου τραγούδισμα;

Πάντα. Πάντα ανακαλύπτω. Είναι αρκετό αλλά πεπερασμένο το υλικό του που έχουμε. Το έχω μελετήσει σχεδόν όλο. Δυστυχώς δεν θα γράψει άλλο και έτσι δεν μπορώ ανακαλύψω κάτι καινούριο, αλλά πάντοτε με εκπλήσσουν ξανά, δικά του πράγματα που έχω ήδη διαβάσει .

Η κυκλοφορία αυτού του δίσκου ανοίγει και πάλι τη συζήτηση για την απουσία νέων δημιουργών και δημιουργιών. Αυτό είναι λίγο στο μυαλό σου όταν επιστρέφεις σε αυτούς τους μεγάλους δημιουργούς;

Δεν πιστεύω ότι δεν υπάρχουν νέοι δημιουργοί. Υπάρχουν μια χαρά.

Θα ανέθετες σε έναν στιχουργό και σε έναν συνθέτη να σου γράψουν εξ’ ολοκλήρου έναν δίσκο;

Όχι γιατί γράφω εγώ τραγούδια. Αλλά αν υπάρχει ένας που θα ήταν μεγάλη μου χαρά και το έχουμε σχεδιάσει κιόλας, θα ήταν κάποια στιγμή να κάναμε με το Θάνο Μικρούτσικο κάτι. Εκεί θα αισθανόμουν πολύ καλά. Να γράψει έναν ολόκληρο δίσκο ο Θάνος και να τραγουδήσω.

Είναι πολύ περίεργο που ενώ έχετε κάνει συναυλίες μαζί, είστε δύο πρόσωπα συνδεδεμένα στη συνείδηση του κοινού, δεν έχετε κάνει δισκογραφία.

Είναι αυτή η χαζή αναβλητικότητα που έχουμε μερικές φορές. Ενώ το έχουμε πει εδώ και μια δεκαετία δεν το έχουμε κάνει. Νομίζω είναι πολύ πιθανόν ένας από τους επόμενους δίσκους μου να είναι με τον Θάνο. Αν όχι ο επόμενος, ο μεθεπόμενος σίγουρα.

Το μόνο τραγούδι του δίσκου σε δικούς σου στίχους και μουσική είναι το «Ταξίδι στην Αμοργό». Γιατί διάλεξες αυτό το τραγούδι να είναι το μόνο δικό σου και πώς συνομιλεί με τα υπόλοιπα;

Τρία τραγούδια μου σε ποίηση του Άλκη δεν έχουν δισκογραφηθεί. Υπάρχουν μόνο στην πρώτη έκδοση του βιβλίου μου «Αγύριστο Κεφάλι» η οποία και εξαντλήθηκε . Η δεύτερη έκδοση κυκλοφορεί χωρίς cd, άρα αυτά τα τρία τραγούδια έχουν μείνει ορφανά. Το «Καλοκαίρι στην Αμοργό» θεωρώ ότι ταίριαζε πάρα πολύ ηχητικά και εννοιολογικά στο υλικό. Οπότε το έβαλα σε καινούρια ενορχήστρωση στο δίσκο. Είναι σα να είναι μια παρέα με τα υπόλοιπα.

Στον δίσκο ακούγονται ξανά μέσα από τη φωνή σου το «Κιφ» και το «Ανεπίδοτο», δύο τραγούδια που πρώτος ερμήνευσε ο Δημήτρης Μητροπάνος .

Αυτό ήταν ιδιαίτερα συναισθηματικό και συγκινητικό, γιατί ήμουν και με αυτόν πολύ φίλος. Θεωρώ ότι το «Κιφ» είναι από τα σπουδαιότερα τραγούδια της τελευταίας εικοσαετίας και ήθελα πάρα πολύ να το τραγουδήσω. Το «Ανεπίδοτο» αποφάσισα τελευταία στιγμή να το εντάξω στον δίσκο γιατί το αγαπούσα πάρα πολύ. Αλλά το «Κιφ» ήθελα να υπάρχει οπωσδήποτε.

Τραγουδάς στα live σου τραγούδια του Δημήτρη Μητροπάνου και ο κόσμος δείχνει να τα αγαπά ιδιαίτερα.

Γενικά όταν κάνω επανεκτελέσεις ποτέ δεν σκέφτομαι να αναμετρηθώ με τις πρώτες εκτελέσεις γιατί είναι χαζό. Πάντα προσεγγίζω το τραγούδι με δικιά μου αγάπη και με δικό μου τρόπο, ο οποίος σαφώς είναι διαφορετικός και σαφώς δεν φτάνει ποτέ τις πρώτες εκτελέσεις. Παρ΄όλα αυτά υπάρχουν τραγούδια τα οποία τα αγαπώ και θέλω να τα μεταχειρίζομαι στις παραστάσεις μου. Είμαι ευτυχισμένος αν κάποια από αυτά μπορώ να τα υποστηρίξω ως δεύτερη εκτέλεση και να μην ακούγονται κωμικά, γιατί πολλές φορές οι δεύτερες εκτελέσεις έχουν αυτόν τον κίνδυνο. Όταν λέει κάποιος ένα τραγούδι «σταθμό» δεύτερη φορά, πάντα έχουμε στο μυαλό μας ότι «Άστο ρε μεγάλε, μην το πειράζεις». Δεν έχω πρόθεση να το πειράξω, να το μοιραστούμε έχω πρόθεση. Μιας λοιπόν και δυστυχώς ο Δημήτρης δεν τα λέει πια αυτά τα τραγούδια γιατί δεν είναι ανάμεσά μας, κάποια από αυτά γουστάρω να τα λέω.

Οι εμφανίσεις σου στο Σταυρό του Νότου τα Σάββατα ολοκληρώθηκαν. Έχεις μια ιδιαίτερη σχέση με το κοινό, μια σχέση μονιμότητας και πάθους. Σε αγχώνει αυτό; Το αν θα είναι του χρόνου ξανά εκεί;

Όχι, δε με αγχώνει. Θα είναι ξανά. Θα είναι γιατί είμαστε πιστοί στο ραντεβού μας. Δεν έχω άγχος αν θα είναι οι ίδιοι κάθε φορά ή θα είναι κάποιοι διαφορετικοί. Δηλαδή θα έρθουν και κάποιοι για πρώτη φορά και κάποιοι άλλοι θα πουν «άσε φέτος ας μην πάμε, πάμε του χρόνου». Δεν έχω τέτοιο θέμα. Ευτυχώς την τελευταία δεκαετία έχω «καλομάθει» και στις παραστάσεις μου έχουμε πολύ κόσμο. Έχω το άγχος πάντοτε όταν έρχονται να περνάμε καλά.. Αυτό ναι. Αλλά ο Σταυρός του Νότου με ξεαγχώνει, γιατί είναι σα να είναι στο σπίτι μου πια. Αισθάνομαι οικειότητα με τα πρόσωπα, με τους χώρους... Ακόμα και που βλέπεις τον ίδιο μπαρμαν τόσα χρόνια, ή τα παιδιά που σερβίρουν... είναι για μένα, δεύτερό μου σπίτι.

Αυτή η μονιμότητα που υπάρχει στα live σου τη βαριέσαι καμιά φορά;

Όχι καθόλου. Δεν θα βαριώμουνα τις συναυλίες. Αυτό που βαριέμαι είναι οι διαδρομές. Οι χώροι που παίζουμε στην Ελλάδα είναι πεπερασμένοι, κάνουμε τριάντα παραστάσεις το καλοκαίρι στους ίδιους χώρος. Άντε να αλλάξει λίγο το σκηνικό κατά καιρούς που πηγαίνουμε σε κάτι «κατσάβραχα» που είναι πολύ ωραία, σε κάτι φεστιβάλ πιο εναλλακτικά και βλέπουμε λίγο τη φύση. Κατά τα άλλα αυτή την Εθνική Αθηνών – Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη μέχρι τον Έβρο, μετά Γιάννενα και την Αθηνών – Πατρών, αν δεν τις ξαναέβλεπα ούτε ζωγραφιστές δεν θα με πείραζε καθόλου. Όταν φτάνω όμως πια στον χώρο και κουρδίζουμε τα όργανα και βγαίνουμε στη σκηνή είμαι ευτυχισμένος. Αλλά πιστεύω ξεκάθαρα πως έχει έρθει ή ώρα να εφευρεθεί η τηλεμεταφορά.

Πώς έχεις κατακτήσει αυτή τη σχέση με το κοινό;

Εικοσιπέντε χρόνια επιμένω να κάνω το ίδιο πράγμα. Να αφηγούμαι τις ιστορίες μου. Τις παλιές και τις καινούριες κάθε φορά. Νομίζω κάπως έχει εκτιμηθεί αυτό. Τους αρέσουν οι παραστάσεις, περνάνε καλά, συγκινούνται, ξεδίνουν και αυτό όλο μεγαλώνει. Δεν ξέρω αν έχω κάνει κάτι καλό. Σίγουρα κάτι σωστό θα έχω κάνει εικοσιπέντε χρόνια για να εξακολουθούν να έρχονται. Αλλά αν μου πεις ακριβώς να εντοπίσω δεν είμαι βέβαιος ποιο είναι αυτό. Ο εαυτός μου είμαι.

Το καλοκαίρι θα βρίσκεσαι στη μεγάλη συναυλία του Θάνου Μικρούτσικου στο Θέατρο Βράχων.

Αλίμονο αν δεν ήμουνα. Στο Θάνο οφείλω το γεγονός ότι μετά από δεκαπέντε χρόνια στη μουσική, όταν έπαιξα πρώτη φορά μαζί του το 2018, κατάλαβα ότι δεν ξέρω τίποτα και μετά τα έμαθα όλα από την αρχή. Ήταν σα να έπεσα πάνω του και έκανα γκελ. Έστριψε ο τρόπος που βλέπω τη δουλειά μας. Πια, νιώθω ότι την ξέρω αλλιώς, ο Θάνος μου την έμαθε αλλιώς τη δουλειά και αυτό είναι ένα μάθημα ζωής για μένα. Άρα κατ΄ αρχάς μας συνδέει αυτό.
Τον θεωρώ φύσει και θέσει δάσκαλό μου. Κι άλλοι είναι δάσκαλοί μου, αλλά είναι φύσει, δεν είναι θέσει. Ο Θάνος με έκατσε κάτω και μου έμαθε κι αυτό είναι πολύ σπουδαίο πράγμα για έναν τραγουδοποιό στα 35 του ή στα 38 του να κάτσει ένας σπουδαίος συνθέτης και να του εξηγήσει τη δουλειά, να του επισημάνει τα σωστά και τα λάθη του. Πραγματικά ήταν σχολείο για μένα. Από κει και πέρα είμαστε οικογένεια. Τον αισθάνομαι σαν μεγάλο μου ξάδερφο ή θείο μου.

Από την περσινή σας συναυλία στο Ηρώδειο για τα 50 του χρόνια τι κρατάς;

Δεν τη θυμάμαι πολύ αυτή τη συναυλία. Θυμάμαι άλλες. Αυτές τις μεγάλες συναυλίες δεν τις θυμάμαι πια, τις αντιμετωπίζω πιο πολύ επαγγελματικά. Πιο πολύ θυμάμαι μια παράσταση που κάναμε πέρσι το καλοκαίρι στον Άγιο Νικόλαο και δεν είχαμε πολύ κόσμο γιατί είχε βρέξει μες στο καλοκαίρι και ήρθαν οι μισοί, αλλά εμείς περάσαμε τέλεια. Πιο πολύ θυμάμαι το πρώτο Ηρώδειο που κάναμε μαζί το 2008, που ήταν η πρώτη φορά που βγήκα να τραγουδήσω στο Ηρώδειο επίσημα. Και θυμάμαι το άγχος μου, το τρέμουλο... Μετά έχω τραγουδήσει στο Ηρώδειο είκοσι με τριάντα φορές, κάποιες από αυτές ήταν καταπληκτικές συναυλίες. Έτσι κι αλλιώς ο χώρος είναι ίσως ο καλύτερος της Ελλάδας για να τραγουδάς. Είναι επιβλητικός και συγκλονιστικός χώρος. Αλλά με τον Θάνο με δένουν πιο σημαντικά πράγματα από το Ηρώδειο.

Πώς έγινε η σύνδεση με το Θάνο Μικρούτσικο;

Ο Θάνος με πήρε το 1997 τηλέφωνο χωρίς να τον ξέρω προσωπικά και μου έκανε επί μιάμιση ώρα στο τηλέφωνο επισταμένη μουσικολογική κριτική σε όλο το δίσκο «Κακές συνήθειες». Από το πρώτο μέχρι το δέκατο τραγούδι. Δεν τον ήξερα. Είχαμε συναντηθεί μόνο δυο τρεις φορές. Εγώ, όταν ήμουν νεότερος πάντα είχα μια συστολή με τους μεγαλύτερους συνθέτες. Με όλους γνωριστήκαμε με δικιά τους πρωτοβουλία. Πρώτα απ΄ όλους με το Γιάννη Μαρκόπουλο, μετά με το Θάνο, με τον Λεοντή, με τον Μίκη, με τον Ξαρχάκο... Με όλους τους μεγάλους εν ζωή, έχουμε συναντηθεί και συνεργαστεί με δικιά τους πρωτοβουλία και είμαι πολύ ευτυχής και συγκινημένος γι΄ αυτό.

Στα live σου τραγουδάς τραγούδια του έρωτα και τραγουδάς και τραγούδια κοινωνικά ή πολιτικά. Πώς τα συνδέεις μέσα σου;

Τα θέματα των τραγουδιών είναι δύο. Ο έρωτας και ο θάνατος. Δεν υπάρχουν άλλα θέματα. Όσο και να ψάξεις, τα βαθύτερα θέματα των τραγουδιών είναι αυτά. Θες κι η επανάσταση; Κι η επανάσταση. Υπ αυτήν την έννοια όλα κατοικούν εντός μου. Δεν βρίσκω καμιά αντινομία σε αυτό.

Το κοινό που σε ακολουθεί πιστεύεις ότι σε βρήκε ή το βρήκες;

Αν βάλουμε ένα ορόσημο ότι εγώ αρχίζω να τραγουδάω μόνος μου από το 94’ και μετά, δηλαδή εικοσιτέσσερα χρόνια, νομίζω ότι τα πρώτα δεκαέξι - δεκαεφτά χρόνια, το βρήκα εγώ. Το βρήκα εγώ το κοινό και πήγαινα εγώ για να το συναντήσω. Την τελευταία πενταετία νομίζω με συναντά αυτό. Έρχεται πιο πολύ εκείνο παρά πηγαίνω εγώ.

Υπάρχει και μεγάλη ηλικιακή γκάμα.

Αυτό είναι συγκλονιστικό. Κι εμένα μου αρέσει που βλέπω στις παραστάσεις μου δεκαοχτάρηδες και βλέπω και εβδομηντάρηδες. Αν μου έλεγε κανείς από τα live τι σου μένει, θεωρώ ότι αυτό είναι ένα παράσημο. Ότι τα τραγούδια μου απευθύνονται σε μεγάλη ηλικιακή γκάμα. Αυτό μου αρέσει πολύ.

Info:
Το album "Τραγούδια που ζούνε λαθραία"
Σε μουσική Μάριου Τόκα και στίχους Άλκη Αλκαίου
Κυκλοφορεί από την Cobalt Music

Περισσότερες πληροφορίες: κλικ εδώ

video

Έξυπνη αναζήτηση:

Που εμφανίζεται ο κάθε ηθοποιός ή τραγουδιστής;


"Δεν βρέθηκαν αποτελέσματα" = Δεν υπάρχουν προγραμματισμένες εμφανίσεις του καλλιτέχνη